Παρασκευή 18 Ιουλίου 2008

ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ

Η Μεγάλη Ελλάδα γύρω στο 280 π.Χ.
Η Μεγάλη Ελλάδα γύρω στο 280 π.Χ.
Ναός δωρικού ρυθμού στον Τάραντα
Ναός δωρικού ρυθμού στον Τάραντα
Ηραίο στο Μεταπόντιο
Ηραίο στο Μεταπόντιο
Ναός στο Αγκριτζέντο
Ναός στο Αγκριτζέντο

Η Μεγάλη Ελλάδα (Μεγάλη Ελλάς, Magna Graecia στα λατινικά) ήταν η επικράτεια των διαφόρων αρχαίων Ελληνικών αποικιών στην Σικελία και νότια Ιταλία.

Κύριες πόλεις




Βιβλιογραφία

  • (fr) Pierre Wuilleumier, Tarente des Origines à la conquête romaine, De Boccard, Παρίσι, 1939
  • (en) Arthur Dale Trendall, Ερυθρόμορφα αγγεία της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας, Παπαδήμα, Αθήνα, 1996 ISBN 960-206-373-4
  • Luca Cerchiai (u. a.): Die Griechen in Süditalien. Auf Spurensuche zwischen Neapel und Syrakus. Theiss, Stuttgart 2004, ISBN 3-8062-1845-5
  • Furio Durando (u. a.): Magna Graecia. Kunst und Kultur der Griechen in Italien. Hirmer, München 2004, ISBN 3-7774-2045-X
  • Hansgerd Hellenkemper (Hrsg.): Die neue Welt der Griechen. Antike Kunst aus Unteritalien und Sizilien. Zabern, Mainz 1998, ISBN 3-8053-2498-7
  • Mario Lazzarini: La Magna Grecia. Scorpione Editrice, Taranto 1990, 1995. ISBN 88-8099-027-6
  • Dieter Mertens: Städte und Bauten der Westgriechen. Von der Kolonisationszeit bis zur Krise um 400 vor Christus. Hirmer, München 2006, ISBN 3-7774-2755-1

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

ΑΡΧΑ'Ι'ΚΗ ΕΠΟΧΗ
















Η περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας από περίπου το 750 π.Χ. έως το 500 π.Χ. ονομάζεται αρχαϊκή εποχή. Ο όρος ‘αρχαϊκή εποχή’ προέρχεται από την αρχαιολογία.


Πηγές για την αρχαϊκή εποχή

Την περίοδο αυτή οι πηγές αυξάνονται. Οι πηγές της εποχής εκπροσωπούνται από :

  • τη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής, δηλαδή,
  • τους καταλόγους βασιλέων και αρχόντων και
  • τις σωζόμενες επιγραφές.

Από μεταγενέστερες πηγές, έχουμε γραμματειακές πηγές από τον 5ο π.Χ. αιώνα και εξής.

Λογοτεχνία της εποχής

Η λογοτεχνική παραγωγή της αρχαϊκής εποχής διακρίνεται στην ποίηση και την παραγωγή πεζών κειμένων.

Επική και λυρική ποίηση

Στην επική ποίηση ανήκει ο Ησίοδος από την Άσκρα της Βοιωτίας, που έγραψε τα ‘έργα και ημέραι’, όπου περιγράφει την αγροτική ζωή, σε αντίθεση με την αριστοκρατία, με την οποία ασχολούνται τα ομηρικά έπη. Η ακμή του τοποθετείται περίπου στο 700 π.Χ. Εξέχοντες εκπρόσωποι της λυρικής ποίησης είναι:

Πεζός λόγος

Ο πεζός λόγος, είναι ένα νέο είδος λόγου που αρχίζει να καλλιεργείται στο τέλος της αρχαϊκής εποχής. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, στο τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα έγραψε τις 'Γενεαλογίες', όπου ταξινομεί τα παραδιδόμενα για τις γενεαλογίες των θεών και των ηρώων. Επίσης έγραψε την 'Γης περίοδο', ένα γνωστό στην εποχή του έργο, στο οποίο περιλαμβανόταν ο πρώτος χάρτης του γνωστού τότε κόσμου. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος επηρέασε τον Ηρόδοτο, ο οποίος πέρα από ιστορικές πληροφορίες περιλαμβάνει στο έργο τους και εθνογεωγραφικές.

Κατάλογοι

Οι κατάλογοι των επωνύμων αρχόντων είναι ανασυγκροτημένοι από τη σύγχρονη έρευνα με βάση τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Ο κατάλογος των εφόρων της Σπάρτης ξεκινά το έτος 754/3 π.Χ. και αυτός των επωνύμων αρχόντων στην Αθήνα το 683/2 π.Χ. [Οι χρονολογίες αποδίδονται με βάση το αττικό έτος. ] Ο κατάλογος των ολυμπιονικών ξεκινά το 776 π.Χ. Πιθανώς μέχρι τότε ήταν τοπικοί αγώνες, αλλά τον 8ο π.Χ. αιώνα αναδιοργανώθηκαν και έλαβαν τη μορφή πανελληνίων αγώνων. Υπήρχε, επίσης, το Πάριο χρονικό, ένας χρονολογικός πίνακας προσώπων και γεγονότων, από τη βασιλεία του μυθικού Κέκροπα (1581 π.Χ.) έως το έτος 264/3 π.Χ., όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Διόγνητος. Η χρήση της γραφής έκανε δυνατή την κατάρτιση καταλόγων.

Επιγραφές

Οι νόμοι που σώζονται απ’ ευθείας από τις επιγραφές. Ο παλιότερος σωζόμενος νόμος που περιέχει πολιτειακές ρυθμίσεις διασώζεται από τον Πλούταρχο στο βίο του, ‘Λυκούργος’. Πρόκειται για τη μεγάλη ρήτρα, η οποία πιθανώς συντάχθηκε στις αρχές του 7ου αιώνα. [Στη Σπάρτη και τη Θάσο ο όρος ρήτρα είναι συνώνυμος του νόμου.] Οι επιγραφές διασώζουν επίσημα έγγραφα, αποφάσεις και νομικές ρυθμίσεις της εσωτερικής κατάστασης. Οι νόμοι των πόλεων δεν είναι παλαιότεροι του τέλους του 7ου π.Χ. αιώνα. Ο παλαιότερος πλήρως σωζόμενος νόμος είναι ένας νόμος που βρέθηκε στη Δρήρο της Κρήτης. Εν γένει οι επιγραφές μας παρέχουν άμεσες πληροφορίες για την πολιτική οργάνωση. Από το β’ μισό του 8ου π.Χ. αιώνα σώζονται και ιδιωτικές επιγραφές, συνήθως επιτάφιες ή αναθηματικές.

Πρώτη φορά μαρτυρούνται την εποχή αυτή

  • διακρατική συνθήκη, μεταξύ της Σύβαρις και ενός πληθυσμού της Κάτω Ιταλίας, τους οποίους δεν μπορούμε να ταυτίσουμε με κάποια ομάδα που να γνωρίζουμε
  • ο θεσμός της προξενίας, από την Κέρκυρα
  • Έλληνες μισθοφόροι, που παρείχαν πληροφορίες στο Φαραώ Ψαμμήτιχο της Αιγύπτου. Στο ναό του Ραμσή Β’ Abu Sibel σώζεται σχετική επιγραφή.

Θεματική παρουσίαση των πηγών

Συνοψίζοντας της πηγές κατά θέματα, δύο είναι τα σημαντικότερα φαινόμενα της εποχής: ο β’ ελληνικός ή μεγάλος αποικισμός και οι εσωτερικές εξελίξεις, που αφορούν την εσωτερική κατάσταση των ελληνικών πόλεων. Ακολουθεί ένας άλλος τρόπος παρουσίασης των πηγών.

Πηγές για το Β' ελληνικό αποικισμό

Όσον αφορά τον αποικισμό, οι πηγές που διαθέτουμε είναι κυρίως μεταγενέστερες, πλην της μυθολογικής παράδοσης για τους οικιστές των πόλεων και τους χρησμούς του μαντείου των Δελφών. Οι υπόλοιπες πληροφορίες προέρχονται από τη γραμματεία του 5ου έως και του 2ου π.Χ. αιώνα (Αππιανός?). Την πιο αναλυτική και πλήρης αφήγηση των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη η ίδρυση μιας αποικίας μας την παραδίδει ο Ηρόδοτος (4, 150 και εξής) και αφορά τον αποικισμό της Κυρήνης από αποίκους από τη Θήρα το 632 π.Χ. Πολύ σύντομες αναφορές για την ίδρυση αποικίας έχουμε και σε άλλα κείμενα. Σημαντικές πληροφορίες για την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία έχουμε και από τα Σικελικά του Θουκυδίδη. Διαθέτουμε πληροφορίες για την ίδρυση των αποικιών της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου, οι οποίες παραδίδονται από το ‘Χρονικό’ του Ευσεβίου Καισαρείας (260-339 π.Χ.).

Εσωτερική κατάσταση των πόλεων

Όσον αφορά την εσωτερική κατάσταση των πόλεων, σύγχρονες πηγές είναι η επική και η λυρική ποίηση της εποχής, η μεγάλη ρήτρα και οι νόμοι που σώζονται στις επιγραφές. Στις μεταγενέστερες πηγές ανήκουν

  • ο Ηρόδοτος, που κάνει συχνές αναδρομές στο 6ο π.Χ. αιώνα,
  • η ‘Λακεδαιμονίων Πολιτεία’ του Ξενοφώντα,
  • η ‘Αθηναίων Πολιτεία’, τα ‘Πολιτικά’ και αποσπάσματα της ‘Λακεδαιμονίων Πολιτείας’ του Αριστοτέλη,
  • οι βίοι ‘Λυκούργος’ (ο οποίος συνδέεται με την πρώιμη αρχαϊκή εποχή) και ‘Σόλων’ του Πλουτάρχου
  • και κάποια σημεία από την ‘Ελλάδος Περιήγησιν’ του Παυσανία, όπου αναφέρεται στους δύο μεσσηνιακούς πολέμους.

Χαρακτηριστικά της αρχαϊκής εποχής

Με τον όρο ‘β’ ελληνικός ή μέγας αποικισμός’ εννοούμε μία μεγάλης κλίμακα μετανάστευσης ελληνικών πληθυσμών από τα νησιά του Αιγαίου, τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και την κυρίως Ελλάδα σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο οριοθετείται ως εξής: περίπου 750- περίπου 550 π.Χ., αν και ο αποικισμός ξεκίνησε μέσα στο α’ μισό του 8ου π.Χ. αιώνα, με την ίδρυση του Μεταποντίου (776 π.Χ.). Το συσσωρευμένο αποτέλεσμα όλων των μετακινήσεων που συνέβησαν σε αυτήν την περίοδο ήταν τεράστιο. Την ίδια εποχή λαμβάνουν χώρα και μικρότερα φαινόμενα μετακίνησης Ελλήνων με συγκεκριμένο σκοπό και κατεύθυνση. Για πρώτη φορά, λοιπόν, χρησιμοποιούνται Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τη Ρόδο ως μισθοφόροι από το Φαραώ Ψαμμήτιχο τον Α’ (764-710 π.Χ.), οι οποίοι και έμειναν εκεί μέχρι την εκδίωξή τους από τον Καμβύση το 525 π.Χ. Οι Έλληνες αυτοί δεν έχουν σχέση με την ελληνική κοινότητα της Ναύκρατης, η οποία είχε διαμεσολαβητικές σχέσεις μεταξύ της Αίγυπτο και του ελληνικού κόσμου. Όσον αφορά τις εσωτερικές εξελίξεις των ελληνικών πόλεων, πρώτο σημαντικό φαινόμενο της εποχής είναι η κατάργηση της βασιλείας και η εγκαθίδρυση του αριστοκρατικού πολιτεύματος, που σημαίνει την άσκηση της διακυβέρνησης από τους ευγενείς. Την εποχή αυτή αρχίζουν και αντιπαραθέσεις εντός του σώματος των ευγενών για τη νομή της εξουσίας, αντιπαραθέσεις οι οποίες de facto ipso συμπεριέλαβαν και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Επίσης έχουμε μία μεταβολή, έναν νεωτερισμό στον στρατιωτικό τομέα, τη φάλαγγα των οπλιτών. [Την περίοδο αυτή, επίσης, συμβαίνουν εξειδικεύσεις, όπως ο διαχωρισμός του εμπορικού πλοίου από το πολεμικό (τριήρης) και το διαχωρισμό του ίππου από το πολεμικό άρμα.] Η μεταβολή αυτή στο στρατό μάχης υιοθετήθηκε από όλες τις πόλεις του ελληνικού κόσμου.

Β' ελληνικός αποικισμός

Ο Β’ ελληνικός αποικισμός είναι η μετακίνηση ελληνικών ομάδων πληθυσμού από τα νησιά, την κυρίως Ελλάδα, τη Μικρά Ασία προς εδάφη κατοικούμενα από άλλους πληθυσμούς, από τον παλιό ελληνικό χώρο, δηλαδή, σε ξένες περιοχές. Έλληνες, λοιπόν, εγκαταστάθηκαν προς Νότο στην Αφρική, στην Κυρηναϊκή, άποικοι από την Απολλωνία και τη Θήρα, που ήταν αποικίες πρώτου σταδίου. Δυτικότερα δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθούν, παρά να κάνουν κάποιες απόπειρες, διότι η φοινικική πόλη Τύρος είχε προλάβει να ιδρύσει την Καρχηδόνα, το 814/3 π.Χ., η οποία με τη σειρά της ίδρυσε και άλλες αποικίες και επεκτάθηκε προς την Ισπανία. Στην περιοχή την Συρίας και της Παλαιστίνης δεν ιδρύθηκαν αποικίες, αλλά μόνο εμπορικοί σταθμοί, καθώς αυτή ήταν η περιοχή κυριαρχίας των Ασσυρίων και, αργότερα, των Περσών. Επίσης, ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν στη βόρεια ακτή της Δυτικής Μεσογείου εκτός από την Ανατολική ακτή της Ισπανίας. Προς Βορρά αποικίσθηκε ολόκληρος ο Εύξεινος Πόντος, με ιδιαίτερη μεγάλη πυκνότητα στη δυτική και τη νότια ακτή. Στην είσοδο του Βοσπόρου ιδρύθηκε το Βυζάντιο και η Χαλκηδόνα. Στις ακτές της Προποντίδας όπως και στον Ελλήσποντο ιδρύθηκαν αποικίες, π.χ. η Σηστός και η Άβυδος. [Το φυσικό γεωγραφικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας ήταν ο Ελλήσποντος και ο Βόσπορος? Και ο ποταμός Τάναϊς ή ο ποταμός Φάσις.] Στη Θρακική χερσόνησο, στο βόρειο Αιγαίο από τη Μεθώνη και την Πύδνα μέχρι τον Αίνο. Στην Ταρτησσό διαπιστώθηκε από αρχαιολογικά ευρήματα ελληνική παρουσία η οποία τελειώνει στο τελευταίο τρίτο του 6ου π.Χ. αιώνα (530-500 π.Χ.).

Αίτια του Β' ελληνικού αποικισμού

Τα αίτια και οι λόγοι της μετανάστευσης όπως μας παραδίδονται από τις αρχαίες πηγές και συνάγονται από τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι οι εξής:

  • έλλειψη γης και συναφή κοινωνικά προβλήματα. Λόγου χάρη, η Σπάρτη το β’ μισό του 8ου π.Χ. αιώνα ίδρυσε μόνο μία αποικία, τον Τάραντα, περί το 706 π.Χ., δεν υπήρχαν, επομένως, προβλήματα σχετικά με την έλλειψη γης. Μετά τον Α’ μεσσηνιακό πόλεμο (περίπου 735-715 π.Χ.) και πριν το Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο, από τον οποίο η Σπάρτη είχε λίγα εδαφικά οφέλη και λίγη γη, σημειώθηκε αναταραχή στην πόλη, με την πιεστική διατύπωση αιτημάτων από μέλη της κοινότητας για τη απόκτηση γης. Ανάμεσά τους υπήρχαν οι Παρθενίαι, άνδρες οι οποίοι δεν ήταν γνήσια παιδιά Σπαρτιατών, αλλά ήταν παιδιά ειλώτων και Σπαρτιατισσών.
  • αφορία γης, λόγω των δυσμενών κλιματικών συνθηκών. Έχουμε δύο τέτοιες περιπτώσεις:
    • την ίδρυση της Κυρήνης από τη Θήρα, όπου δεν έβρεχε για επτά συνεχή χρόνια και υπήρχε ανάγκη διοχέτευσης του πληθυσμού και
    • την αφιέρωση του 1/10 του πληθυσμού των Χαλκιδέων στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και την ίδρυση του Ρηγίου.
  • επίθεση των Περσών. Το 547 π.Χ. οι Πέρσες κατέλυσαν το λυδικό βασίλειο και ο Άρπαγος (ποιος;…) εκστράτευσε εναντίον των ελληνικών πόλεων τη δυτικής Μικράς Ασίας. Τότε οι κάτοικοι δύο πόλεων αποφάσισαν να μετεγκατασταθούν για να μην καθυποταγούν. Οι Τήιοι, λοιπόν, ίδρυσαν τα Άβδηρα, αν και ένα μέρος του πληθυσμού επέστρεψε, και από εκεί άποικοι ίδρυσαν την Φαναγόρεια ή Φαναγορία στον Κιμμέριο Βόσπορο, και οι Φωκαείς την Κύρνο και τη Μασσαλία και εμπορικούς σταθμούς στη βόρειο Μεσόγειο και, ειδικότερα, στην ανατολική ακτή της Ισπανίας ως και το νοτιότερο άκρο της.
  • δημογραφική ανάπτυξη. Αρχαιολογικά διαπιστώνεται η άφιξη στην Αττική και την Αργολίδα. Η Αθήνα ίδρυσε μία τέτοια αποικία, το Σίγειο περί το 600 π.Χ. και η Αργολίδα καμία. Η θεωρία αυτή είναι μία θεωρία εκ των υστέρων. Παρατηρώντας την εξάπλωση του φαινομένου παρατηρούμε ότι τόσοι έφυγαν, επομένως πλεόναζαν, άρα υπήρχε δημογραφική ανάπτυξη, η οποία οδήγησε στον αποικισμό. Η θεωρία αυτή έχει ελλιπή τεκμηρίωση.
  • η επιθυμία της διεξαγωγής εμπορίου ώθησε τους Έλληνες στον αποικισμό. Η θεωρία αυτή βασίζεται στην παρατήρηση των χαρακτηριστικών του φαινομένου και συγκεκριμένα του ότι όλες οι νέες πόλεις που ιδρύθηκαν βρίσκονταν στις ακτές και ήταν κέντρα διεξαγωγής εμπορίου και ονομάζονταν ‘εμπόρια’. Πάντως ήταν σε πολύ καλές θέσεις από άποψη της ποιότητας του εδάφους και κλίματος και κύριος τομέας ενασχόλησης ήταν η γεωργία.

Διαδικασία ίδρυσης μιας αποικίας

Συνήθης πρακτική ήταν η κατάκτηση του εδάφους. Ευρισκόμενοι σε άμεση γειτνίαση με άλλους πληθυσμούς έρχονταν σε επικοινωνία μαζί τους, αφού ένας μικρός πληθυσμός Ελλήνων βρισκόταν κοντά σε επαφή με τα ντόπια φύλα. Έτσι, διευρύνθηκε ο χώρος όπου είχαν ζήσει οι Έλληνες. Οι θεσμοί της πόλης αποφάσιζαν την ίδρυση μιας αποικίας, ορίζονταν ο οικιστής και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του στην αποστολή. [Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι για τον αποικισμό της Κυρήνης από τους Θηραίους ορίστηκε ότι ο ένας από τους δύο γιους μιας οικογένειας μπορούσε να συμμετάσχει στην αποστολή.] Καθώς ζητούσε χρησμό η πόλη, ετοιμαζόταν η αναχώρηση με ένα πλοίο. [Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι ήταν πεντηκόντορος.] Γινόταν θυσία και δινόταν η φωτιά, που σε συμβολικό επίπεδο τον άμεσο δεσμό αποικίας και μητρόπολης. Σε λίγες περιπτώσεις έχουμε αναφορές για συμμετοχή γυναικών και εξίσου λίγες όπου οι άποικοι παντρεύονταν. Ο οικιστής οδηγούσε την αποστολή στον κατάλληλο τόπο και πριν να κατανείμουν τη γη, όριζαν το χώρο για τα ιερά, τη δημόσια γη και τεμάχιζαν σε γεωτεμάχια. Η οικοδόμηση της πόλης γινόταν υπό την ευθύνη του οικιστή, από τον οποίο ονομαζόταν και η αποικία, συνήθως από ένα μυθικό ιδρυτή. Η συντριπτική πλειοψηφία των πόλεων είχε ένα μυθικό ιδρυτή, αυτόν που κατά τον ιδρυτικό μύθο της πόλης την ίδρυσε. Π.χ. τα Άβδηρα κατά το μύθο είχαν ιδρυθεί από τον Άβδηρο, φίλο του Ηρακλή.

Οι ιστορικές συνέπειες του β’ ελληνικού αποικισμού

  • Διεύρυνση των ορίων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού
  • Διαδόθηκε το μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης με βάση την πόλιν, αφού όλες οι αποικίες που ιδρύθηκαν ήταν πόλεις
  • Διευρύνθηκε ο οικονομικός χώρος δράσης του ελληνισμού με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνία, που ήταν προσανατολισμένη στις ανταλλαγές με πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα από την ενδοχώρα.
  • Η επικοινωνία με πολλές και ποικίλες εθνότητες συντέλεσε στη διαμόρφωση της κοινής συνείδησης της εθνικής ταυτότητας. Ο όρος ‘Πανέλληνες’ χρησιμοποιείται πρώτη φορά από τον Ησίοδο κατά τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα και από τον Αρχίλοχο τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα.

Στην ανάπτυξη της κοινής αυτής συνείδησης συνέβαλαν και οι πανελλήνιες γιορτές που άρχισαν να διοργανώνονται. Αρκετά εκτεταμένα εκφράζει αυτό η αμφικτιονία των Πυλών και των Δελφών. Δε γνωρίζουμε πολλά για την οργάνωση των αμφικτιονιών, αλλά έχουμε πολλές πληροφορίες για την αμφικτιονία των Πυλών και Δελφών, η οποία είχε δύο θρησκευτικά κέντρα: το ένα ήταν το ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στις Πύλες και το άλλο ήταν το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αρχικά, η αμφικτιονία απλωνόταν γύρω από τις Πύλες και ήταν γνωστή ως αμφικτιονία των Πυλών. Αργότερα, εντάχθηκαν και οι Δελφοί στην αμφικτιονία, η οποία πλέον περιλάμβανε εντός των ορίων της το ιερό του Απόλλωνα και μετονομάστηκες σε αμφικτιονία των Πυλών και των Δελφών. Το γεγονός ότι η αμφικτιονία των Δελφών και των Πυλών είχε δώδεκα έθνη μέλη και όχι πόλεις δείχνει ότι ήταν μία παλαιά αμφικτιονία χρονολογούμενη ίσως και από τη μυκηναϊκή εποχή. Το κάθε μέλος έστελνε δύο αντιπροσώπους στο αμφικτιονικό συνέδριο, αποτελούμενο από 24 αντιπροσώπους, οι οποίοι ονομάζονταν ιερομνήμονες και διαχειρίζονταν τα οικονομικά της συμμαχίας. Τον 6ο π.Χ. αιώνα εμφανίζεται στις πηγές για την Κάτω Ιταλία ο όρος ‘Μεγάλη Ελλάδα’, ο οποίος στη συνέχεια εξαφανίζεται, κάτι που αποτελεί ένα πρόβλημα της ιστορικής έρευνας.

Οπλιτική φάλαγγα

Το πρώτο μισό του 8ου αιώνα διαδόθηκε μία νέα τακτική μάχης, γνωστή ως οπλιτική φάλαγγα, καθώς η μάχη διεξαγόταν ανάμεσα σε δύο μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς, αποτελούμενους από οπλίτες. Με τη δημιουργία της φάλαγγας, συνέβη και η μετακίνηση της χειρολαβής της στρόγγυλης ασπίδας από το κέντρο στο άκρο. Η τεχνικής φύσης μεταβολή αυτή είχε αποτελέσματα στο ηθικό επίπεδο. Καθώς η χειρολαβή της ασπίδας βρισκόταν πλέον στην άκρη της ασπίδας, η τελευταία κάλυπτε μόνο το αριστερό τμήμα του σώματος του πολεμιστή που την έφερε, αφήνοντας ακάλυπτο το δεξί, την κάλυψη του οποίου αναλάμβανε ο ευρισκόμενος στα δεξιά του συμπολεμιστής, σχηματίζοντας ένα τείχος ασπίδων. Αυτή η αλληλεξάρτηση των αποτελούντων τη φάλαγγα, οδήγησε στη δημιουργία μίας εσωτερική συνοχής, λόγω της συνυπευθυνότητας των οπλιτών για τη διασφάλιση του αρραγούς της φάλαγγας και της αλληλοκάλυψης. Μία διαφορετική τακτική διεξαγωγής της αναμέτρησης, η οποία αποτελούσε παραλλαγή της κλασικής φάλαγγας ήταν η λεγόμενη Λοξή φάλαγγα, την οποία χρησιμοποίησε ο Επαμεινώνδας στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.). Κατά την τακτική της λοξής φάλαγγας, η οπλιτική φάλαγγα χωριζόταν σε δύο πτέρυγες: αυτήν που αποτελούσε την κύρια επιθετική δύναμη και την υποστηρικτή, καθεμία από τις οποίες αναλάμβανε διαφορετικούς ρόλους. Κατόπι, χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από το Φίλιππο το Β’ της Μακεδονίας και από το διάδοχό του Αλέξανδρο Γ’, στις μάχες του Γρανικού, της Ισσού και των Γαυγαμήλων. Και από τα ελληνιστικά βασίλεια. Τελευταία χρήση της μακεδονικής φάλαγγας έγινε από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.), ο οποίος τύγχανε θαυμαστής του Αλεξάνδρου και γι’ αυτό αναβίωσε τη χρήση της.

Χρήση του νομίσματος

Ένα σημαντικό γεγονός της αρχαϊκής περιόδου είναι η απαρχή της χρήσης του νομίσματος. Τα αρχαιότερα νομίσματα που κόπηκαν από ελληνική πόλη ανακαλύφθηκαν στο Αρτεμίσιο της Εφέσου και χρονολογούνται στα μέσα ή στο β’ μισό του 7ου αιώνα. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι πρώτοι προχώρησαν στην κοπή νομίσματος οι Λυδοί. Δεν είναι γνωστό αν η υιοθέτηση του νομισματικού συστήματος από τις ελληνικές πόλεις προέκυψε από επίδραση των Λυδών, χωρίς, ωστόσο, κάτι τέτοιο να αποκλείεται.

Κατάργηση της βασιλείας

Θα πρέπει ακόμη να αναφερθούμε στην κατάργηση της βασιλείας. Όπως γνωρίζουμε από γραμματειακές πηγές, ήδη από την περίοδο ανάμεσα στον 8ο αιώνα (τα μέσα του οποίου αποτελούν σημείο καμπής) και το α’ μισό του 7ου αιώνα, η βασιλεία είχε καταργηθεί στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου. Η αλλαγή αυτή, που οδήγησε στην άσκηση της πολιτικής διακυβέρνησης από το σώμα των ευγενών, σε κάποιες περιοχές έγινε με βίαιο τρόπο. Της αριστοκρατίας, δηλαδή, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η άσκηση της εξουσίας από τους ευγενείς, μέσω της κατοχής ετήσιων αξιωμάτων, προηγήθηκε η βίαιη έκπτωση του βασιλιά. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, η αντικατάσταση του βασιλιά από τους ευγενείς έγινε σταδιακά, καθώς το αξίωμα του βασιλιά παρέμεινε, άλλαξε, ωστόσο το περιεχόμενό του. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, για την οποία γνωρίζουμε πολλά από το έργο του Αριστοτέλη ‘Αθηναίων Πολιτεία’, σημειώνεται μία μακρόχρονη εξέλιξη. Από το 683/2 π.Χ. καθιερώθηκαν εννέα ετήσια αξιώματα, ενώ ο τίτλος του βασιλιά διατηρήθηκε για ένα από αυτά. Οι εννέα άρχοντες, οι οποίοι προέρχονταν από τους ευγενείς, ήταν οι εξής: ο άρχων (με τη σημερινή ορολογία επώνυμος άρχων), ο άρχων βασιλεύς, ο οποίος είχε πλέον θρησκευτικές αρμοδιότητες, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέται, με δικαστικές αρμοδιότητες. Ένδειξη για ομαλή μετάβαση από το πολίτευμα της βασιλείας στην αριστοκρατία, όπως στην περίπτωση της Αθήνας, αποτελεί η διατήρηση και μετά την κατάργηση της βασιλείας του –ετήσιου πλέον- αξιώματος του βασιλέως με άλλες αρμοδιότητες, όπως συμβαίνει και στη Σαμοθράκη και στην Απολλωνία. Σε ορισμένες περιοχές του ελληνικού χώρου, το πολίτευμα της βασιλείας διατηρήθηκε και μετά την αρχαϊκή περιοχή. Ανάμεσα σε αυτές, το Άργος, όπου η βασιλεία καταργήθηκε τον 5ο αιώνα, την Κυρήνη, (μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα) και οι πόλεις της Κύπρου (μέχρι το 310 π.Χ.). Επίσης, οι Μακεδόνες διατήρησαν το θεσμό της βασιλείας μέχρι την κατάλυση του κράτους τους (168 π.Χ.) και το ηπειρωτικό φύλο των Μολοσσών, όπου υπήρχε διπλή βασιλεία, προερχόμενη από την ίδια οικογένεια. Παρατηρούμε ότι, γενικά, πρόκειται για περιοχές απομονωμένες από το κέντρο του ελληνικού πολιτισμού.

Η νομοθεσία του Σόλωνα

Κατά την αρχαϊκή περίοδο, επίσης, συμβαίνει η κωδικοποίηση του δικαίου, όπως και του θρησκευτικού. Στην Αθήνα, ο Σόλωνας, πέρα από τα κοινωνικής υφής, έλαβε και πολιτικά μέτρα. Διαχώρισε τους Αθηναίους πολίτες σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με το εισόδημά τους: ανώτερη τάξη ήταν οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι οποίοι είχαν ετήσιο εισόδημα άνω των 500 μεδίμνων δημητριακών, ακολουθούσαν οι ιππείς ή τριακοσιομέδιμνοι, οι οποίοι είχαν ετήσιο εισόδημα άνω των 300 μεδίμνων, έπειτα οι ζευγίται ή διακοσιομέδιμνοι, με εισόδημα ανώτερο των 200 μεδίμνων και κατώτατη κατηγορία ήταν οι θήτες, το εισόδημα των οποίων δεν ξεπερνούσε τους 200 μεδίμνους. Ανάλογα με την κατάταξη του καθενός με βάση το εισόδημά του, καθορίστηκε ο βαθμός συμμετοχής στη διακυβέρνηση των κοινών και στη συγκρότηση του στρατού. Όσον αφορά το πολιτικό σκέλος, μόνο τα μέλη της πρώτης τάξης είχαν το δικαίωμα να εκλέγονται άρχοντες και, επομένως, να συμμετέχουν στον Άρειο Πάγο, τον οποίο αποτελούσαν διατελέσαντες άρχοντες, ή ταμίες, οι οποίοι διαχειρίζονταν το δημόσιο χρήμα. Οι θήτες είχαν το δικαίωμα συμμετοχής μόνο στην εκκλησία του δήμου και στο δικαστήριο της Ηλιαίας. Αναφορικά με τη συγκρότηση του στρατού, το ιππικό αποτελούταν από τα νεότερα μέλη των τάξεων των πεντακοσιομεδίμνων και των τριακοσιομεδίμνων. Ως οπλίτες υπηρετούσαν το σύνολο των ζευγιτών και τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη των δύο ανώτερων τάξεων.

Το φαινόμενο της τυραννίδας

Για πρώτη φορά την περίοδο αυτή παρουσιάζεται το φαινόμενο της τυραννίδας, το οποίο την περίοδο αυτή γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση. Οι τυρρανίδες της εποχής αυτής είναι γνωστές ως η αρχαία τυραννίς, σε αντιπαραβολή με την νεότερη τυραννίδα, που συμβαίνει στην ύστερη κλασική και κυρίως στην ελληνιστική εποχή. Από τις αρχαίες πηγές η τυραννίδα δε θεωρείται πολίτευμα, αλλά απόκλιση, ούτε, δηλαδή, θεωρητική νομιμοποίηση ούτε ήταν αποδεκτή στην πράξη. Βέβαια, η τυραννίδα δεν έπαυσε να υπάρχει και κατά την κλασική εποχή, οι περιοχές, όμως, στις οποίες υπήρχε ήταν συγκεκριμένες: οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, τον 6ο και τον πρώιμο 5ο αιώνα, λόγω της περσικής επιρροής και, δεύτερον, η αρχαϊκή και κλασική Σικελία, όπου εξηγείται ιστορικά λόγω των συνεχών προβλημάτων με τους Καρχηδονίους, οι οποίοι είχαν αποικίσει το βόρειο τμήμα του νησιού. Το πλαίσιο εμφάνισης της τυραννίδας, της ανάληψης, με άλλα λόγια της άσκησης της εξουσίας από ένα πρόσωπο, κατά την αρχαϊκή περίοδο συνθέτουν οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ευγενών για την κατάληψη των αξιωμάτων. Τα μέσα ισχύος που απαραίτητα έπρεπε να έχει στη διάθεσή του ένας ευγενής προκειμένου να κατορθώσει να υπερισχύσει των αντιπάλων του επιβαλλόμενος ως τύραννος είναι τα εξής:

  • η χρήση ενός μισθοφορικού στρατού,
  • η υποστήριξη του πληθυσμού, βασισμένη στην επιρροή που ασκούσε ο ευγενής,
  • και οι εταιρείες ευγενών, συσσωματώσεις, δηλαδή, ευγενών γύρω από έναν ισχυρό εκπρόσωπο της τάξης τους.

Περιοχή εξάπλωσης της τυραννίδας

Η τυραννίδα εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού χώρου, καθώς παρατηρήθηκε στις εξής πόλεις: στην Πελοπόννησο: στην Κόρινθο, στη Σικυώνα, στη Φλ(ε)ιούντα, στην Επίδαυρο και στα Μέγαρα, στην Κεντρική και βόρεια Ελλάδα: στην Κεφαλληνία, στη Χαλκίδα, στην Ερέτρια και στην Αθήνα, στη Μικρά Ασία: στην Αιολίδα: στη Μυτιλήνη, στην Κύμη, στην Ιωνία: στη Φώκαια, στην Ερυθραία, στην Κολοφώνα, στη Χίο, στη Σάμο, στη Μίλητο, στην Έφεσο, στη Δωρίδα: στην Αλικαρνασσό, στην Κω, στη Ρόδο, στη Σικελία: στις Συρακούσες, στους Λεοντίνους στην Ιμέρα, στη Γέλα, στον Ακράγαντα, στη Σελινούντα, στην Κάτω Ιταλία: στο Ρήγιο, στον Κρότωνα, στη Σύβαρι, στο Ηράκλειο, στο Μεταπόντιον, στην Κύμη, στο Βόρειο Αιγαίο: στη Θρακική χερσόνησο (Μιλτιάδης ο πρεσβύτερος), στην Άβυδο, στη Σηστό, στη Λάμψακο, στο Πάριο, στην Προκόννησο, στην Κύζικο και στο Βυζάντιο.

Λίγες μόνο περιοχές του ελληνικού κόσμου δε γνώρισαν την τυραννίδα, ανάμεσα στις οποίες και η Σπάρτη, κάτι το οποίο δικαιολογείται ιστορικά. Όπως παρατηρούμε, στις πόλεις που εγκαθιδρύθηκε τυραννίδα, αυτό συνέβη μετά την κατάργηση της βασιλείας. Ωστόσο, στη Σπάρτη η διπλή βασιλεία δεν καταργήθηκε ποτέ, αφού με τη Μεγάλη Ρήτρα, οι δύο βασιλείς εντάχθηκαν στη γερουσία, μη; διατηρώντας ουσιώδη χαρακτηριστικά της ιδιότητάς τους. Πλέον ήταν στρατιωτικοί αρχηγοί, έχοντας, παράλληλα, ορισμένες θρησκευτικές αρμοδιότητες και διατηρώντας μέρος των δικαστικών αρμοδιοτήτων τους. Καθώς, λοιπόν, το πολίτευμα της Σπάρτης κατένειμε την πολιτική ισχύ στους δύο βασιλείς, στη γερουσία, στους πέντε εφόρους και στην Απέλλα, κατά τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων εκφράζονταν όλα τα κοινωνικά μέρη και, συνεπώς, δεν υπήρχαν περιθώρια εγκαθίδρυσης προσωπικής εξουσίας.

Οι εξελίξεις στην Αθήνα

Περισσότερες πληροφορίες έχουμε για την τυραννίδα στην Αθήνα. Η πρώτη αποτυχημένη απόπειρα επιβολής τυραννίδας έγινε από τον Κύλωνα, ο οποίος δε διέθετε τα αναγκαία μέσα ισχύος. Ο Κύλων, όντας ολυμπιονίκης το έτος 640/39, το 636 ή το 632 (δεν υπάρχει ακριβής χρονολόγηση) με μισθοφόρους που του παρέσχε ο πεθερός του, τύραννος των Μεγάρων, ο Θεαγένης, προσπάθησε να εγκαθιδρύσει τυραννίδα, αλλά αναγκάστηκε να δραπετεύσει ενώ οι οπαδοί του, παρόλο που κατέφυγαν σε βωμούς, ζητώντας άσυλο, δολοφονήθηκαν κατά διαταγή του εν ενεργεία επώνυμου άρχοντα, του Μεγακλή, ο οποίος καταγόταν από το γένος των Αλκμεωνιδών. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, γνωστού ως Κυλώνειο άγος, οι Αλκμεωνίδες εξορίστηκαν από την Αθήνα, μέχρις ότου έλαβαν αμνηστία την εποχή του Σόλωνα.

Τα νομοθετικά μέτρα του τελευταίου δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς δεν εξασφάλισαν σε ένα μεγάλο διάστημα πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, διότι η ισχύς των ευγενών έμεινε ως είχε και δεν περιορίσθηκε, παρ’ όλη την κατάτμησή τους σε δύο τάξεις (πεντακοσιομέδιμνοι και τριακοσιομέδιμνοι). Οι μεταξύ ευγενών ανταγωνισμοί συνεχίστηκαν και μάλιστα οι δραστηριότητές τους υπερέβαιναν το θεσμοθετημένο πλαίσιο. Αυτό αποδεικνύει και το γεγονός ότι δύο φορές μετά τη θέσπιση της νομοθεσίας του Σόλωνα η θέση του επώνυμου άρχοντα έμεινε κενή λόγω αναταραχών, το 590/89 και το 586/5, περίοδοι γνωστοί ως περίοδοι αναρχίας.

Ακόμη, σημειώθηκε δεύτερη απόπειρα επιβολής τυραννίδας. Ο Δαμασίας αρνήθηκε να παραδώσει το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα, το οποίο κατείχε, και παρέμεινε στη θέση αυτή για δύο χρόνια και δύο μήνες, την περίοδο 582-580, αφού έκρινε ότι η θεσμική οδός δεν ενδεικνυόταν για την εγκαθίδρυση προσωπικής εξουσίας. Τελικά, ο Δαμασίας ανατράπηκε από τον πληθυσμό.

Οι έριδες των ευγενών συμπεριέλαβαν τους πληθυσμούς της Αττικής. Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, τρεις τοπικά προσδιορισμένες παρατάξεις με επικεφαλής ισχυρά γένη ευγενών. Αυτοί ήταν οι Πεδιακοί, που νέμονταν την εύφορη κοιλάδα του Κηφισού, με αρχηγό το Λυκούργο του γένους των Ετεοβουτάδων, τους Παράλιους, που κατοικούσαν στη νότια ακτή της Αττικής, με επικεφαλής το Μεγακλή των Αλκμεωνιδών, και οι Διάκριοι ή Υπεράκριοι, που εντοπίζονταν στη βόρεια και ανατολική Αττική, με κέντρο τη Βραυρώνα, η οποία ήταν κέντρο του γένους του αρχηγού της παράταξης, του Πεισίστρατου. Η επιρροή των τριών επικεφαλής επεκτεινόταν στις περιοχές που ήλεγχε το γένος του καθενός.

Η δημιουργία των τοπικών παρατάξεων εξηγείται εάν λάβουμε υπόψη μας α) τη διάρθρωση του πληθυσμού της Αττικής σε γένη, φρατρίες και φυλές. Μέχρι τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, Αθηναίος πολίτης ήταν αυτός ο οποίος ανήκε σε μία από τις φατρίες, οι οποίες ελέγχονταν από τα γένη των ευγενών. και β) το ότι κάθε γένος είχε ένα τοπικό κέντρο λατρείας, το οποίο αύξανε την επιρροή των ευγενών.

Η τυρρανίδα του Πεισίστρατου

Τελικά, στην αναμέτρηση μεταξύ των παρατάξεων επικράτησε ο Πεισίστρατος, ο οποίος ανάμεσα στο 570 και το 560 ήταν πολέμαρχος και διακρίθηκε λόγω σημαντικών επιτυχιών του εναντίον των Μεγαρέων, από τους οποίους απέσπασε το επίνειο της πόλης τους, τη Νίσαια, και τη Σαλαμίνα.

Ο Πεισίστρατος ισχυρίσθηκε ότι δέχθηκε επίθεση και ζήτησε προσωπική φρουρά την οποία και έλαβε, επί άρχοντος Κωμέου, το 561/60, και χρησιμοποίησε για να καταλάβει την εξουσία καταλαμβάνοντας την ακρόπολη. Λόγω της αντίδρασης του Μεγακλή και του Λυκούργου, υποχρεώθηκε σχεδόν αμέσως να εγκαταλείψει την Αττική. Μετά την πρώτη έξωση του Πεισίστρατου, το 561/60 ή 560/59, ο Μεγακλής τον επανέφερε το 557/6 ή 556/5 στην Αθήνα, την οποία εγκατέλειψε πιθανώς το 556/5.

Μετά τη δεύτερή του αυτή έξωση, ο Πεισίστρατος μερίμνησε να ενισχύσει τη θέση του. Αρχικά, κατευθύνθηκε στην Ερέτρια με τους ευγενείς της οποίας είχε πολύ καλές σχέσεις. Με την οικονομική ενίσχυσή τους και τη συμμετοχή Ερετριέων, πιθανώς και μερικών Αθηναίων, ίδρυσε μία αποικία στο Θερμαϊκό, τα Δίκαια, την οποία οι έρευνες τοποθετούν ανάμεσα στη Θέρμη και την Ποτείδαια, ίσως στη σημερινή Αγία Παρασκευή. Από εκεί πήγε στο Παγγαίο, όπου ασχολήθηκε με την εκμετάλλευση ορυχείων, δραστηριότητα η οποία του προσκόμισε πολλά χρήματα. Έπειτα, ζήτησε βοήθεια από προσωπικούς του φίλους στη Θήβα και από το Λύγδαμη, τύραννο της Νάξου, ενώ ο γιος του Ηγησίστρατος, συγκέντρωσε στρατό από το Άργος. Πιθανώς το 546/5, λοιπόν, αποβιβάστηκε με στρατό στο Μαραθώνα και αφού νίκησε το στρατό της πόλης στην Παλλήνη επέβαλε τυραννίδα.

Η πολιτική που εφάρμοσε ο Πεισίστρατος είχε ως στόχο την αποδυνάμωση των ευγενών και την ενίσχυση των μικρών γεωργών με δάνεια (πιθανώς σε είδος, π.χ. σπόρος), καθιέρωση περιοδεύοντων δικαστών και την επιβολή ενός αναλογικού φόρου της τάξης του 5% στα αγροτικά εισοδήματα, μέρος του οποίου επιστρεφόταν στους μικρούς γεωργούς με τη μορφή των προαναφερθέντων δανείων.

Επιπλέον, ενίσχυσε τις λατρείες της πόλης, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τις τοπικές. Στον Πεισίστρατο αποδίδονται η ενίσχυση των Παναθηναίων, που είχαν καθιερωθεί από το 566/5 και εορτάζονταν πλέον με μεγάλη μεγαλοπρέπεια, και των Ελευσίνιων μυστηρίων και η ίδρυση των μεγάλων ή εν άστει Διονυσίων. Επίσης, οικοδόμησε το ναό της Παρθένου Αθηνάς στην Ακρόπολη, ο οποίος καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480 π.Χ., άρχισε η κατασκευή του ναού του Ολυμπίου Διός και ιδρύθηκε το υδραγωγείο της πόλης, γνωστό ως εννεάκρουνο. Για τα έργα αυτά διέθετε πόρους από τα μεταλλεία του Παγγαίου και του Λαυρίου αλλά και την κατάσχεση των περιουσιών των ευγενών που εκδιώχθηκαν ή έφυγαν από την Αθήνα.

Τον Πεισίστρατο διαδέχθηκαν στην εξουσία μετά το θάνατό του οι δύο γιοι του, ο Ιππίας και ο Ίππαρχος. Το θέρος του 514 π.Χ. κατά τον εορτασμό των μεγάλων Παναθηναίων ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε και ο Ιππίας εγκατέλειψε την Αττική το 510 π.Χ., μετά από απαίτηση του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Α’, και κατευθύνθηκε προς το Σίγειο. Ακολούθησαν οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Γενικά μετά την τυραννίδα οι αρχαίες ελληνικές πόλεις είτε επανήλθαν σε ολιγαρχικό καθεστώς είτε επέλεξαν τη δημοκρατία. Κύριες διαφορές μεταξύ των δύο αυτών πολιτευμάτων είναι το ότι στην ολιγαρχία υπάρχουν και οικονομικές υποχρεώσεις για τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση των κοινών και ότι σημαντικότερος θεσμός δεν είναι η εκκλησία του δήμου, αλλά η βουλή.

Οι μεταρρυθμιίσεις του Κλεισθένη

Εκ των πραγμάτων, η τυραννίδα του Πεισίστρατου διευκόλυνε τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και την ανάδυση της δημοκρατίας, διότι συνέβαλε στην αποδυνάμωση των ευγενών και την άμβλυνση των σχέσεων εξάρτησης μεταξύ ευγενών και του υπόλοιπου πληθυσμού.

Με τη φυγή του Ιππία, επανεμφανίστηκαν στο πολιτικό προσκήνιο οι ευγενείς, με εξέχοντες του εξής δύο: τον Ισαγόρα, γιο του Πεισάνδρου, και τον Κλεισθένη, που εξέφραζαν αντίπαλες απόψεις. Ο Κλεισθένης, καταγόταν από το γένος των Αλκμεωνιδών, που δεν είχε επικρατήσει στη φάση των αντιπαραθέσεων μεταξύ των ευγενών, και είχε διατελέσει άρχων το 525/4. Ο Ισαγόρας, νοσταλγός της τυραννίδας, επικράτησε με την υποστήριξη εταιρειών και εξελέγη άρχων το 508/7 π.Χ. Τότε, ο Κλεισθένης στράφηκε στο δήμο και κυρίως στους μη ευγενείς και πρότεινε ένα ριζοσπαστικό και πολύ ενδιαφέρον στη σύλληψη πρόγραμμα. Ο Ισαγόρας ζήτησε τη βοήθεια της Σπάρτης, η οποία συγκάλεσε συνέδριο της Πελοποννησιακής συμμαχίας. Επειδή οι βασιλείς της Σπάρτης, Κλεομένης και Δημάρατος, εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις, αφού ο πρώτος υποστήριξε τον Ισαγόρα, ενώ ο δεύτερος όχι, και ορισμένες πόλεις, όπως η Κόρινθος, προέβαλαν αντιρρήσεις, ο Ισαγόρας παρέμεινε χωρίς βοήθεια και η εσωτερική πολιτική κατάσταση της Αθήνας άλλαξε εντελώς.

Υπάρχει μία ανακρίβεια στο χρονικό προσδιορισμό της κατάθεσης της πρότασης του Κλεισθένη. Το 507/6 άρχων ήταν ένας συγγενής του Κλεισθένη. Επομένως, οι προτάσεις του Κλεισθένη κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του Ισαγόρα ή την αρχή του επόμενού έτους, δηλαδή το 508/7 ή το 507. Το πρώτο πεδίο των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη ήταν η διάρθρωση του σώματος των πολιτών. Η επικράτεια της Αττικής διαιρέθηκε σε τρεις περιοχές: το άστυ, την παράλια (χώρα), και τη μεσόγαια (χώρα), καθεμία από τις οποίες υποδιαιρούνταν σε 10 τριττύες. Κάθε τριττύς περιείχε έναν αριθμό δήμων, τέτοιο ώστε ο πληθυσμός να ισοκατανέμεται στις τριττύες. Η νέα διάρθρωση του σώματος των πολιτών επιτεύχθηκε με τη δημιουργία δέκα νέων φυλών, καθεμία από τις οποίες αποτελούνταν από τρεις τριττύες, καθεμιά από διαφορετική περιοχή, αναμιγνύοντας το πληθυσμό. Ταυτόχρονα, όμως, ο Κλεισθένης δεν κατήργησε τις τέσσερις φυλές, οι οποίες συνέχισαν να υπάρχουν ως θρησκευτικές ενώσεις. Οι δήμοι προϋπήρχαν χωρίς, ωστόσο, να έχουν πολιτική σημασία. Με τις μεταρρυθμίσεις που εισηγήθηκε ο Κλεισθένης, ο κάθε δήμος γινόταν η μικρότερη διοικητική μονάδα, με την ακόλουθη θεσμική οργάνωση. Επικεφαλής του δήμου ήταν ο δήμαρχος. Ο δήμος διατηρούσε τα ληξιαρχικά μητρώα, η εγγραφή στα οποία ήταν προϋπόθεση της απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη, τελούσε παραδοσιακές λατρείες. Η εγγραφή στα μητρώα ενός δήμου ήταν κληρονομική και μπορούσε να αλλάξει μόνο με υιοθεσία από δημότη άλλου δήμου. Τα δημοτικά ονόματα καθιερώθηκαν ως συστατικό του ονόματος κάθε πολίτη.

Ο Κλεισθένης αντικατέστησε τη βουλή των 400, η οποία προέκυπτε από τις τέσσερις σολώνειες τάξεις (οι οποίες, ωστόσο, συνέχισαν να υπάρχουν), με τη βουλή των 500, τα μέλη της οποίας αναδεικνύονταν με κλήρωση, 50 από κάθε φυλή. Οι αρμοδιότητές της εκτείνονταν σε δύο τομείς: ο πρώτος σχετιζόταν με την προβούλευσιν, τη διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης με τη σύνταξη του πρώτου κειμένου για αποφάσεις ή νόμους, ενός προσχεδίου, δηλαδή, νόμου ή ψηφίσματος, επί του οποίου θα διεξαγόταν η συζήτηση στην εκκλησία του δήμου. Ο δεύτερος αναφερόταν στην επίβλεψη της διοίκησης, με την εποπτεία των αρχόντων και του στόλου, των δημοσίων κτηρίων ή της διοργάνωσης των μεγάλων εορτών. Τα μέλη της βουλής αναδεικνύονταν με κλήρωση, 50 από κάθε φυλή, για ένα χρόνο, με δικαίωμα κλήρωσης δύο φορές. Το κάθε τμήμα των βουλευτών μιας φυλής αναλάμβανε την πρυτανεία για ένα δέκατο του πολιτικού έτους και η φυλή αυτή το διάστημα αυτό ονομαζόταν πρυτανεύουσα. Κάθε 24 ώρες ένας βουλευτής της πρυτανεύουσας φυλής ονομαζόταν επιστάτης των πρυτένεων και;;;. Στον Κλεισθένη, επίσης, αποδίδεται η δημιουργία του θεσμού της στρατηγίας. Οι στρατηγοί ήταν αιρετοί αξιωματούχοι.

Ο Κλεισθένης εισηγήθηκε το θεσμό του οστρακισμού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εξουδετέρωσης προσώπων που επηρέαζαν τα πράγματα σε βαθμό τέτοιο ώστε να κινδυνεύει το δημοκρατικό πολίτευμα. Εφαρμόστηκε από το 487 έως το 417. Ο οστρακισμός διεξαγόταν κατά την έκτη πρυτανεία κάθε έτους. Ο θεσμός αυτός παρατηρείται σε δύο ακόμη πόλεις, την Κυρήνη και τις Συρακούσες.

Μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη, το δημοκρατικό πολίτευμα παρέμεινε σχετικά σταθερό, καθώς διευρύνθηκε μόνο σε σημεία. Η σημασία των ευγενών διατηρήθηκε, καθώς τον 5ο αιώνα οι ευγενείς κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Αφαιρέθηκε, όμως, από αυτούς η αποκλειστικότητα στην άσκηση της εξουσίας. Έπαψε, ακόμη, η αντιπαράθεσή τους εκτός των θεσμών, αφού οι πολιτικές αντιπαραθέσεις γίνονταν πλέον στην εκκλησία με τους λόγους.

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ















Η γεωμετρική εποχή είναι μία περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας που διαρκεί περίπου από το 1100 π.Χ. έως το 800 π.Χ.

Η περίοδος, λοιπόν, από τον ΙΒ’ ως τον Η’ αιώνα είναι μία περίοδος μεταβατική, κατά την οποία συνέβησαν εξελίξεις, συντελουμένων των οποίων βρίσκουμε μία διαμορφωμένη κατάσταση στην έναρξη της αρχαϊκής εποχής. Η περίοδος αυτή πέρα από ‘σκοτεινοί αιώνες’, είναι γνωστή και με άλλες ονομασίες, όπως ομηρική εποχή, γεωμετρική εποχή, λόγω των αλλαγών που σημειώνονται περί το 1050 π.Χ. στην τεχνοτροπία της κεραμεικής, ή εποχή του σιδήρου, καθώς από το 1100 π.Χ. και εξής γενικεύεται η χρήση του υλικού αυτού για την κατασκευή όπλων ή σκευών.


Η έναρξη της εποχής

Η καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων το 1200 π.Χ., δε σήμανε το απότομο τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού, αλλά την απαρχή μίας προϊούσας παρακμής που διήρκεσε ολόκληρο το ΙΒ’ αιώνα. Η έναρξη της πρώτης μεταμυκηναϊκής περιόδου της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, γνωστής ως ‘σκοτεινοί αιώνες’, σηματοδοτείται από την ευρεία χρήση του σιδήρου και την αλλαγή στην τεχνοτροπία της κεραμεικής, γεγονότα που τοποθετούνται περί το 1100-1050π.Χ., οπότε τελειώνει και η υπομυκηναϊκή φάση. Για την περίοδο αυτή, από το 1200 π.Χ. και εξής, δεν υπάρχουν γραπτές πηγές. Από ιστορικής άποψης, λοιπόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζεται το γεγονός της επανεμφάνισης γραπτών πηγών.

Ομηρικά έπη

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται σκοτεινή από ιστορική άποψη καθώς δεν υπάρχουν άμεσες πηγές γι’ αυτή. Διαθέτουμε, ωστόσο, μία μη ιστορική πηγή, τα Ομηρικά Έπη. Είναι γενικώς αποδεκτό α) ότι η σύνθεση των επών σε ένα όλο, διαδικασία που συντελέστηκε πάνω στη βάση μίας μακρόχρονης προφορικής παράδοσης, έγινε τον Η’ αιώνα και β) ότι η Ιλιάδα συντέθηκε πριν από την Οδύσσεια. Οι διάφορες χρονολογήσεις της δημιουργίας των επών ποικίλλουν. Σύμφωνα με τις πιθανότερες, η Ιλιάδα συντέθηκε στα μέσα του Η’ αιώνα και η Οδύσσεια το β’ μισό του Η’ αιώνα. Η τοποθέτηση της Οδύσσειας σε χρονικό σημείο επόμενο της δημιουργίας της Ιλιάδας, στηρίζεται στην υπόθεση ότι στην Οδύσσεια έχουν ενσωματωθεί εμπειρίες της προαποικιακής δραστηριότητας που προηγήθηκε του β’ ελληνικού αποικισμού. Ο μεγάλος προβληματισμός αφορά την Ιλιάδα. Πρέπει να λάβουμε, πάντως, υπόψη, πως το ότι η δράση της Ιλιάδας διαρκεί 51 μέρες του ενάτου έτους του τρωικού πολέμου προϋποθέτει τα γενικότερα ιστορικά συμφραζόμενα του πολέμου. Το ζήτημα είναι αν η Ιλιάδα αποδίδει ένα ιστορικό γεγονός, εάν ο τρωικός πόλεμος ήταν ένα ιστορικό γεγονός. Για παράδειγμα, ο Νηων κατάλογος της Β περιγράφει την πολιτική γεωγραφία της μυκηναϊκής εποχής ή εκείνη του Η’ αιώνα; Το ερώτημα αυτό μεταφράζεται στο εξής: η Ιλιάδα συντέθηκε κατά την μυκηναϊκή εποχή ή την περίοδο μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων, οπότε περιγράφει τη κατάσταση των μεταμυκηναϊκών πραγμάτων, διατηρώντας κάποιες αναμνήσεις των γεγονότων της προηγούμενης εποχής; Υπάρχουν υποστηρικτές και των δύο απόψεων. Επίσης, δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα αν οι καταστροφές της Τροίας VI (1350π.Χ.) ή της Τροίας VIIα (1180π.Χ.) σχετίζονται με κάποια επίθεση των Μυκηναίων. Για να διερευνήσουμε το ζήτημα της ιστορικότητας της Ιλιάδας πρέπει να λάβουμε υπόψη τις πληροφορίες που διαθέτουμε από την αρχαία ελληνική παράδοση. Η άλωση της Τροίας χρονολογείται σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, τον ιστορικό του Β’ μ.Χ. αιώνα, ο οποίος στα ‘Χρονικά’ του περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα από την άλωση της Τροίας μέχρι το 119 πΧμΧ, το 1184/3 π.Χ. και σύμφωνα με το Πάριο χρονικό το 1209/8 π.Χ. [Το Πάριο χρονικό είναι ένας χρονολογικός πίνακας προσώπων και γεγονότων, από τη βασιλεία του μυθικού Κέκροπα (1581 π.Χ.) έως το έτος 264/3 π.Χ., όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Διόγνητος]. Ας σημειωθεί ότι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν στον τρωικό πόλεμο ως αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, όπως το πράττει πχ στην Αρχαιολογία του ο Θουκυδίδης. Η Οδύσσεια, περιγράφοντας καταστάσεις μεταγενέστερες της Ιλιάδας, αποδίδει καλύτερα το μεταμυκηναϊκό χρονικό διάστημα.

Εσωτερικές μετακινήσεις

Την εποχή αυτή και, συγκεκριμένα, μετά το 1150, παρατηρούνται για δεύτερη και τελευταία φορά εσωτερικές μετακινήσεις, πολλές πληροφορίες για τις οποίες αντλούμε από την παράδοση, ιδιαίτερα το Θουκυδίδη, αλλά και τη μυθολογία. Τα φύλα που μετακινήθηκαν την περίοδο για την οποία μιλάμε κατά κανόνα ακολούθησαν σε αδρές γραμμές την κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Εξαίρεση αποτελεί το φύλο των Μακεδόνων, οι οποίοι δεν κατήλθαν προς τα νοτιότερα τμήματα της Ελλάδας, αλλά από τη βορειοδυτική Μακεδονία μετακινήθηκαν στο χώρο που την ιστορική περίοδο μας είναι γνωστός ως Μακεδονίς, μετακίνηση που ολοκληρώθηκε τα μέσα του Ζ’ αιώνα, εάν είναι σωστή η χρονολόγηση των μετακινήσεων των ελληνικών φύλων, και αποτελεί την απόληξή τους. Οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν κατά μικρές ομάδες σε μεγάλο διάστημα και όταν έλαβαν τέλος φάνηκε το αθροιστικό τους αποτέλεσμα. Την περίοδο αυτή εγκαταστάθηκαν οι Θεσσαλοί στην περιοχή στην οποία θα έδιναν αργότερα το όνομά τους, ενώ οι Βοιωτοί από την περιοχή της Άρνης μετακινήθηκαν στην περιοχή που έγινε αργότερα γνωστή ως Βοιωτία. Άλλα φύλα που μετατοπίστηκαν ήταν οι Αινιάνες, οι Ακαρνάνες, οι Λοκροί, οι Φωκείς. Κάποιες πληθυσμιακές ομάδες δεν άλλαξαν τόπο διαμονής τους. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι Αθηναίοι, οι οποίο υπερηφανεύονταν για την αυτοχθονία τους, οι Αρκάδες και οι Ίωνες. Άλλα ελληνικά φύλα κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο, όπου ήδη υπήρχε ελληνική παρουσία από τη μυκηναϊκή εποχή, το τέλος του ΙΓ’ και τις αρχές του ΙΒ’ αιώνα. Για την εξέταση των μετακινήσεων των ελληνικών φύλων μεταχειριζόμαστε την αντιστοίχιση των διαλέκτων με περιοχές και την παράδοση, συμπεριλαμβανομένης της μυθολογικής.

Ο Α' ελληνικός αποικισμός

Συνέπεια των μετακινήσεων στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν ο αποικισμός των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας έως την Παμφυλία από φύλα προερχόμενα από την κυρίως Ελλάδα. Οι Αιολείς μετακινήθηκαν στο βόρειο τμήμα των δυτικών ακτών, γνωστό ως Αιολίδα, οι Ίωνες στην περιοχή που έγινε γνωστή ως Ιωνία και οι Δωριείς μέσω Κυκλάδων, Κρήτης και Δωδεκανήσων έφτασαν στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Το σύνολο των μετακινήσεων αυτών από τη δυτική στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου ονομάζεται πρώτος ελληνικός αποικισμός. Τοποθετείται εντός του εξής χρονικού πλαισίου: 1100-800π.Χ.

Η έναρξη χρήσης της αλφαβητικής γραφής

Σημαντικό στοιχείο της εποχής που εξετάζουμε είναι η χρήση της αλφαβητικής γραφής, η οποία λάμβανε χώρα ήδη από το πρώτο μισό του Η’ αιώνα, χωρίς να ξέρουμε με ακρίβεια το χρόνο εισαγωγής της, ο οποίος σύμφωνα με διάφορες θεωρίες κυμαίνεται από τον ΙΑ' ως τον Θ’ αιώνα. Οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό μπορεί να δοθεί μόνο μετά την ανακάλυψη κάποιου νέου στοιχείου. Οι Έλληνες παρέλαβαν την αλφαβητική γραφή από τους Φοίνικες. Πρώτη μαρτυρία του γεγονότος αυτού απαντάται στον Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρεται στα φοινικήια γράμματα. Η πληροφορία αυτή επαναλαμβάνεται από το Διόδωρο το Σικελιώτη στη ‘Βιβλιοθήκη’ του. Στο ηροδότειο έργο (5,57-58), παρατηρούμε ότι α) ο Ηρόδοτος σχετικοποιεί την πληροφορία που μας μεταφέρει και β) αναφέρεται σε μεταβολή των φθόγγων. Όπως είναι γνωστό, οι Έλληνες προσάρμοσαν το φοινικικό αλφάβητο στις ανάγκες της γλώσσας τους, προσθέτοντας τα διπλά σύμφωνα (Φ, Χ, Ξ, Ψ) και τα φωνήεντα.

Οι δύο παλαιότερες επιγραφές της ελληνικής αλφαβητικής γραφής προέρχονται: η πρώτη από μία οινοχόη που βρέθηκε στο Δίπυλο και χρονολογείται περί το 750-725π.Χ. και η δεύτερη από ενεπίγραφο αγγείο, γνωστό ως ποτήρι του Νέστορα, από την αποικία των Πιθηκουσών χρονολογούμενο το 750-700π.Χ. Δεδομένου ότι οι Χαλκιδείς και οι Ερετριείς εγκαταστάθηκαν στις Πιθηκούσες περί το 750-725π.Χ., η επιγραφή αυτή είναι σύγχρονη με την πρώτη γενιά των αποίκων. Εφ’ όσον οι άποικοι, λοιπόν, μετέφεραν μαζί τους τη γραφή, λογικά η χρήση της γραφής θα προηγείται χρονικά στις μητροπόλεις, πιθανώς να είναι παλαιότερη του Η’ αιώνα, στα τέλη του Θ’ αιώνα.

Πολιτικοί θεσμοί

Σε αυτά τα πρώιμα χρονικά διαστήματα πολίτευμα που κυριαρχούσε ήταν η βασιλεία. Παρουσιάζεται ένα είδος φυλετικής οργάνωσης, όπου ο βασιλιάς προΐσταται μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων. Πριν την αρχαϊκή εποχή και όσο βρισκόμαστε στην περίοδο της βασιλείας, δεν έχουμε πόλιν, αλλά άστυ, μεγάλους οικισμούς, που ήταν έδρα των θεσμών διοίκησης. Η πόλη ως πόλις είναι δημιούργημα της πρώιμης αρχαϊκής εποχής και σχετίζεται με την κατάργηση της βασιλείας και την άσκηση της εξουσίας από τους ευγενείς.

Ήταν μία μακρά διαδικασία που ολοκληρώθηκε το α’ μισό του Ζ’ π.Χ. αιώνα, όταν σχεδόν σε όλο τον ελληνικό κόσμο δεν υπήρχαν βασιλείς. Υπήρχαν κάποιες εγγενείς αρμοδιότητες στο αξίωμά τους:

  • ήταν αρχηγοί του στρατού
  • είχαν ιερατικά καθήκοντα, απευθυνόμενοι εξ ονόματος της κοινότητας σε υπερβατικές δυνάμεις
  • είχαν δικαστικά καθήκοντα

Στη διοίκηση των κοινών ζητημάτων βοηθούνταν από ένα συμβούλιο ευγενών. Στα ομηρικά έπη ονομαζόταν γέροντες, απ’ όπου προήλθε και η γερουσία στη Σπάρτη. Ο βασιλιάς των ομηρικών επών, των σκοτεινών αιώνων, συνομιλεί και συναποφασίζει με τους γέροντες για τα δημόσια θέματα. Αμέσως επόμενη εξέλιξη ήταν η κατάργηση της βασιλείας από τους ευγενείς. Οι ευγενείς είχαν ήδη εμπειρία στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, οπότε στον κατάλληλο χρόνο μπόρεσαν να αμφισβητήσουν τη βασιλεία. Η ενέργειά τους ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού δύο παραγόντων: αφ’ ενός της εξασθένησης της βασιλείας και αφ’ ετέρου την ισχύ των ίδιων, αφού είχαν μεγάλη εμπειρία στη διοίκηση των κοινών και στον πόλεμο. Η απονομή δικαιοσύνης γινόταν από το βασιλιά και το συμβούλιο με βάση το εθιμικό δίκαιο.

Η αγορά αποτελούταν από τους στρατεύσιμους άνδρες, αλλά δεν ήταν επίσημα θεσμοθετημένη. Όταν έπρεπε να ληφθεί μία απόφαση για ένα κρίσιμο ζήτημα, τότε τη συγκαλούσαν οι ευγενείς. Από τα ομηρικά έπη, όπου βρίσκουμε αναφορά στη ραψωδία β, επιβίωσε ως την αρχαϊκή πόλη. Η λήψη των αποφάσεων δια βοής επέζησε στην Απέλλα της Σπάρτης. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι έχουμε πρόδρομες μορφές θεσμών.

Κοινωνική διαστρωμάτωση και οργάνωση

Η κύρια διαχωριστική γραμμή είναι αυτή που χωρίζει τους ελεύθερους από τους δούλους. Η υποδούλωση κάποιου μπορούσε να γίνει με αιχμαλωσία σε ένα πόλεμο, μετά την κατάληψη μιας πόλης ή σε μία μάχη, ή με απαγωγές από ναυτικούς. Υπήρχαν και οικογενείς δούλοι (ρ320). Γενικά οι δούλοι θεωρούνταν κατώτερα όντα.Στους σκοτεινούς αιώνες επίσης διαμορφώθηκε το σύστημα των ειλώτων και των πενεστών.

Μία άλλη διαχωριστική γραμμή ήταν αυτή που χώριζε τους πολίτες από τους ξένους, τα εγχώρια μέλη μιας κοινότητας από τους παροίκους που προέρχονταν από άλλες περιοχές, οι οποίοι λίγο πολύ είχαν διαφορετικό νομικό status. Η εξέλιξη των σχέσεων αυτών των δύο ομάδων έφτασε ως το σημείο να υπάρχουν διακρατικές συμφωνίες για ξένους την κλασική εποχή. Προστατεύονταν οι ξένοι τόσο από τη θρησκεία, καθώς ήταν ικέτες, όσο και από το δίκαιο της φιλοξενίας. Στα ομηρικά έπη είναι έντονος ο θεσμός της ξενίας, φιλίας που δημιουργείται από τη φιλοξενία, η οποία συνεπάγεται αμοιβαίες υποχρεώσεις με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας.

Οι ελεύθεροι ήταν κοινωνικά-οικονομικά ιεραρχημένοι. Πρώτα οι θήτες ήταν όσοι κατείχαν λίγοι ή καθόλου γη.

Οι δημιουργοί ήταν ειδικοί στην τέχνη τους: μεταλλουργοί, κεραμείς, ξυλουργοί, βυρσοδέψες, επεξεργάζονταν πολύτιμες ύλες. Ανάμεσά τους ήταν οι αοιδοί, οι μάντεις, ο κήρυξ και ο ιατρός. Οι θεράποντες ήταν ακόλουθοι ή βοηθοί του βασιλιά ή άλλων ισχυρών προσώπων. Ήταν ηνίοχοί τους, συμμετείχαν στα συμπόσια και ήταν και οι ίδιοι επιφανούς καταγωγής. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, ήταν γεωργοί και χρησιμοποιούσαν το εισόδημά τους για τον οπλισμό, που αποκτούσαν με δικά τους έξοδα, και τη συντήρηση της οικογένειάς τους. Οι ευγενείς ήταν μία μικρή ομάδα ατόμων που αναλάμβαναν τη διακυβέρνηση τα, είχαν υπό την κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις γης, αλλά είχαν έσοδα και από άλλες δραστηριότητες. Στα ομηρικά έπη πολεμούν με άρματα.

Διακριτικά χαρακτηριστικά τους ήταν

  • η ευγενής καταγωγή, την οποία ανήγαγαν σε θεούς και ήρωες
  • η κατοχή μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας
  • η καλλιέργεια του λόγου και η ενασχόληση με την ?, αργότερα τη ρητορική
  • και το αγωνιστικό φρόνημα με ανάλογα ιδεώδη.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι το ιδεώδες ενός ευγενούς εκφράζεται από το ομηρικό ‘εργων πρηκτήρ και λόγων ρητήρ’.

Για την ιδιοκτησία της γης έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Φαίνεται ότι η γη ήταν χωρισμένη στην καλλιεργήσιμη γη, ένα μέρος από την οποία ανήκε σε πρόσωπα και ένα μεγάλο μέρος στο δήμο, και στην εσχατιά, που χρησιμοποιούνταν για βοσκή, και ανήκε εξ ολοκλήρου στην κοινότητα. Στα ομηρικά έπη η κατάσταση φαίνεται ότι είναι ίδια με αυτήν που υπήρχε στην Πύλο, όπως την πληροφορούμαστε από τις πινακίδες.

Από τα ομηρικά έπη πληροφορούμαστε ότι μέσα ανταλλαγής και προσδιορισμού της αξίας των αντικειμένων ήταν τα μέταλλα, είτε ως σκεύη είτε ως πρώτη ύλη, και τα ζώα, κυρίως τα βόδια. Πρόκειται για μία εποχή προ της εφεύρεσης του νομίσματος, έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο φυσικής, κτηματικής οικονομίας.

Τα όπλα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ίδια με την προηγούμενη εποχή. Επιθετικά όπλα είναι το ξίφος, το δόρυ, το τόξο και αμυντικά η περικεφαλαία, ο θώρακας και η ασπίδα.

ΜΥΚΗΝΑ'Ι'ΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ


































Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον 17ο και 11ο αι. Π.Κ.Χ., κυρίως στην κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε, τις Μυκήνες, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο ακμής του εξαπλώθηκε και στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ταυτίζεται με την τελευταία περίοδο του Ελλαδικού Πολιτισμού, τον Υστεροελλαδικό Πολιτισμό. Ταξινομείται ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας γι' αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα, γνώριζε όμως και χρησιμοποιούσε τη γραφή (Γραμμική Β), διέθετε ανεπτυγμένη κοινωνική ιεραρχία και κρατική οργάνωση, και άρα είναι στην πραγματικότητα πρωτοϊστορικός.



Χρονολόγηση

Χρονολογικός πίνακας του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Σήμανση χρονολογιών με τη συντομογραφία Π.Κ.Χ.
Χρονολογικός πίνακας του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Σήμανση χρονολογιών με τη συντομογραφία Π.Κ.Χ.

Οι περίοδοι εξέλιξης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού ορίζονται με διάφορα κριτήρια. Από χρονολογική άποψη σημαντική είναι η κεραμική, η οποία, καθώς εξελίσσεται με σχετικά γοργούς ρυθμούς, επιτρέπει την οριοθέτηση σύντομων φάσεων και την κατάρτιση ενός ευέλικτου χρονολογικού συστήματος. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός καλύπτει χρονολογικά τις κεραμικές φάσεις Υστεροελλαδική (συντ. ΥΕ) Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, με μικρότερες υποδιαιρέσεις. Φαινόμενα που προοιωνίζονται την εμφάνισή του παρατηρούνται ήδη κατά τη Μεσοελλαδική (ΜΕ) ΙΙΙ και παλιότερα. Η απόλυτη χρονολόγηση αυτών των φάσεων σε ημερολογιακά έτη π.Χ. παρουσιάζει διακυμάνσεις και οι αριθμοί που δίνονται στο διπλανό χρονολογικό πίνακα είναι ενδεικτικοί. Ακολουθούν σε γενικές γραμμές την άποψη της «υψηλής χρονολόγησης», που είναι σήμερα η περισσότερο αποδεκτή, και τοποθετεί τις εξελίξεις μέχρι και 100 χρόνια παλιότερα απ' ό,τι η «χαμηλή χρονολόγηση».

Σημαντικότερες για την παρακολούθηση ιστορικών φαινομένων είναι οι περίοδοι που ορίζονται με βάση πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως η ταφή σε λακκοειδείς τάφους από τη ΜΕ ΙΙΙ ως την πρώιμη ΥΕ ΙΙΑ (Περίοδος των Λακκοειδών Τάφων) και η ύπαρξη ανακτόρων κυρίως κατά τις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΒ2 (Ανακτορική Περίοδος). Σε χρήση είναι επίσης οι όροι «Πρώιμη Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΜΕ ΙΙΙ-ΥΕ ΙΙΒ) και «Ύστερη Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ). Την παρακμή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΓ φάσης ακολουθεί η περίοδος που, λόγω των πρώιμων γεωμετρικών μοτίβων της κεραμικής της, έχει ονομαστεί Πρωτογεωμετρική.

Γεωγραφία

Σημαντικότερη πηγή για την πολιτισμική γεωγραφία του μυκηναϊκού κόσμου παραμένουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, με δεύτερη σημαντικότερη τα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής. Η μελέτη της μυκηναϊκής γεωγραφίας με βάση την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που κυριάρχησε στην έρευνα τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι εν πολλοίς παραπλανητική. Τα ομηρικά έπη χρονολογούνται πέντε αιώνες αργότερα από το τέλος του Mυκηναϊκού Πολιτισμού και είναι έργα ποιητικά-μυθολογικά, όχι ιστορικά-γεωγραφικά. Σήμερα πιστεύεται ότι αντικατοπτρίζουν την εποχή που γράφτηκαν, καθώς και την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Η αντιπαραβολή των μυκηναϊκών αρχαιολογικών και των ομηρικών λογοτεχνικών δεδομένων είναι θεμιτή στο βαθμό που συνειδητοποιείται ότι από αυτή την αντιπαραβολή φωτίζονται περισσότερο τα ίδια τα ομηρικά έπη και ειδικότερα η ποιητική εκμετάλλευση του παρελθόντος από τον ποιητή τους, παρά ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ως ιστορικό φαινόμενο.

Στο γεωγραφικό πυρήνα του μυκηναϊκού κόσμου ανήκει η νότια ηπειρωτική Ελλάδα, η Πελοπόννησος και η ανατολική Στερεά Ελλάδα (Αττική, Βοιωτία). Ιδιαίτερη συγκέντρωση αρχαιολογικών θέσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και ανακτορικές ακροπόλεις, παρουσιάζουν η Αργολίδα και η Μεσσηνία, που μπορούν να θεωρηθούν τα δύο αρχαιότερα και σημαντικότερα κέντρα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, αν και η εικόνα αυτή οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι αυτές οι περιοχές είναι και οι πιο εντατικά ερευνημένες. Σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα έχουν έλθει στο φως τα τελευταία χρόνια και στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, που επιτρέπουν να εντάξουμε και τη Θεσσαλία στις περιοχές εξάπλωσης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.

Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός εξαπλώθηκε σταδιακά προς νότια και ανατολικά μέσω των θαλάσσιων δρόμων, ώστε για την εποχή ακμής του, το 13ο αι. Π.Κ.Χ., να μπορεί να αναγνωριστεί μια ομοιογενής πολιτισμική σφαίρα επιρροής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού τουλάχιστο στο χώρο του Αιγαίου, η λεγόμενη «Μυκηναϊκή Κοινή». Τα άφθονα ευρήματα εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής στα νησιά του Αιγαίου και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, καθώς και η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων, δίνουν τα σημαντικότερα στοιχεία. Ωστόσο από μόνη της η κεραμική δεν αποδεικνύει και την παρουσία Mυκηναίων εποίκων ούτε και διαφωτίζει τη σχέση πιθανών τέτοιων εποίκων με τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Η παρουσία σε μια περιοχή ξένων ταφικών ή λατρευτικών εθίμων, που είναι στενά συνδεδεμένα με ένα λαό, και η γραφή, ως ενδεικτική της γλώσσας του, δίνουν πιο ισχυρές ενδείξεις. Με βάση αυτά τα δεδομένα θεωρείται σχεδόν βέβαιη η παρουσία Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη από την ΥΕ ΙΙΒ (περ. 1500 Π.Κ.Χ.), στις Κυκλάδες από την ΥΕ ΙΙΙΑ, τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας λίγο αργότερα, και στην Κύπρο από τα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΓ (τέλη 12ου αι. Π.Κ.Χ.). Η εξάπλωση των Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου, όπου προηγουμένως κυριαρχούσαν οι Μινωίτες, σχετίζεται ασφαλώς με τη μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη.

Γραπτές πηγές των Χετταίων μιλούν για τα βασίλεια Ahhiyawa και Millawanda, όμως τόσο η ετυμολογική σχέση αυτών των όρων με τις λέξεις «Αχαιός» και «Μίλητος», όσο και η γεωγραφική τοποθέτηση των βασιλείων που δηλώνουν είναι αντικείμενα έντονης διαφωνίας των ειδικών.

Πληθυσμιακές ομάδες μυκηναϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μ. Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ (τέλη 12ου αι. Π.Κ.Χ.). Το φαινόμενο συνδέεται ίσως με την αναστάτωση και την παρακμή που επικράτησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων στη μητροπολιτική Ελλάδα. Μακρινούς απόηχους αυτών των μετακινήσεων μπορεί να διασώζουν και οι αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης στους Φιλισταίους, αν προέρχονται πράγματι από το Αιγαίο. Η «ξαφνική» ίδρυση νέων οικισμών (ή ο εξοπλισμός παλαιών) με οχυρωματικά τείχη μυκηναϊκού τύπου στις Κυκλάδες και στην Κύπρο είναι άλλη μια ένδειξη αναταραχών στη διάρκεια του 12ου αι. Π.Κ.Χ.

Πέρα από τις περιοχές με επαρκή στοιχεία για μόνιμη εγκατάσταση και κυριαρχία των Μυκηναίων, είναι γνωστές συστηματικές επαφές με σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής. Σε αυτά συγκαταλέγονται η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος. Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο.

Αρχιτεκτονική

Από τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική είναι γνωστές οχυρές ακροπόλεις, που περιλαμβάνουν ανάκτορα, και ταφικά μνημεία. Τειχισμένες ακροπόλεις έχουν βρεθεί στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Μιδέα της Αργολίδας, στη Λάρισα του Άργους, στον Γλα της Βοιωτίας, καθώς και στην Αθήνα, στη θέση της μεταγενέστερης Ακρόπολης. Οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπεια των μυκηναϊκών ακροπόλεων και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως «κυκλώπειων».

Στην ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο λαξευτός θαλαμοειδής ή θαλαμωτός και ο θολωτός. Οι θολωτοί τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά και εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.

Κοινωνικοπολιτική οργάνωση

Επαγγέλματα στα μυκηναϊκά κείμενα

a-to-po-qo

αρτοποιός

to-ko-so-wo-ko

κατασκευαστής τόξων

to-ro-no-wo-ko

επιπλοποιός

di-da-ka-ro

δάσκαλος

de-ku-tu-wo-ko

κατασκευαστής διχτυών

a-ra-ka-te-ja

υφάντρα

du-ru-to-mo

ξυλοκόπος

ri-na-ko-ro

συλλογέας λιναριού

e-re-ta

κωπηλάτης

ru-ra-ta

λυράρης

i-ja-te

γιατρός

ra-pte

ράφτης

ra-pi-ti-ra2

ράφτρα

i-je-re-u

ιερέας

i-je-re-ja

ιέρεια

to-ko-do-mo

χτίστης

ku-ru-so-wo-ko

χρυσοχόος

ka-ke-u

χαλκιάς

o-pi-su-ko

επόπτης των σύκων

ka-ru-ke

κήρυκας

ke-ra-me-u

αγγειοπλάστης

ku-na-ke-ta

κυνηγός

na-u-do-mo

ναυπηγός

pu-ka-wo

θερμαστής

Οι γνώσεις μας για την κοινωνική οργάνωση και το πολιτικό σύστημα των μυκηναϊκών βασιλείων στην εποχή της ακμής τους προέρχονται από τις πινακίδες Γραμμικής Β γραφής που βρέθηκαν κυρίως στην Πύλο, αλλά και στην Κνωσό. Τα ευρήματα πινακίδων από άλλα ανάκτορα είναι λίγα, δεν φαίνεται όμως να υπήρχαν σημαντικές διαφορές από βασίλειο σε βασίλειο.

Ανώτατος άρχοντας ενός μυκηναϊκού βασιλείου είναι ο wa-na-ka (ἄναξ). Η εξουσία του δεν στηρίζεται σε προσωποπαγές δίκαιο και δυναστικές γενεαλογίες, αλλά στην ικανότητά του να ρυθμίζει την αναδιανομή προϊόντων και υπηρεσιών στα όρια του βασιλείου του, να οργανώνει πλούσια συμπόσια με πάνδημη συμμετοχή και να εξασφαλίζει την εύνοια των θεών με την οργάνωση και διεξαγωγή της λατρείας. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι αναγνωριζόταν και στον ίδιο θεϊκή υπόσταση, και εδώ φαίνεται η επίδραση της μινωικής ιδεολογίας της εξουσίας στη μυκηναϊκή. Ο wa-na-ka δεν φαίνεται να διεκδικούσε κύρος με την απόδοσή του στο πεδίο της μάχης, όπως οι ομηρικοί ή οι μακεδόνες βασιλείς αργότερα. Η αρχηγία του στρατού ήταν ίσως υπόθεση ενός άλλου ανώτατου αξιωματούχου, του ra-wa-ke-ta («αρχηγός του λαού», από το λαός + ἄγω), που εμφανίζεται δεύτερος στην ιεραρχία. Έτσι εξηγείται μια σημαντική ιδιομορφία των μυκηναϊκών βασιλείων, η αδιαφορία των αρχείων και της τέχνης για τον άνακτα ως άτομο, για το όνομα, την ιστορία και τη γενεαλογία του. Ένα σώμα ανώτατων πολεμιστών κοντά στον άνακτα αποτελούσαν οι e-qe-ta (ἐπέται, ακόλουθοι, σύντροφοι).

Ο τίτλος qa-si-re-u (βασιλεύς) υπάρχει στα μυκηναϊκά κράτη, η έννοιά του όμως είναι ασαφής και οπωσδήποτε δεν δηλώνει τον ανώτατο άρχοντα. qa-si-re-u είναι περισσότεροι από ένας στην Πύλο και ασχολούνται, σε μια περίπτωση, με την επιστασία χαλκουργών. Έχουν ίσως και θρησκευτικά καθήκοντα, όπως ο ἄρχων βασιλεύς στην Κλασική Περίοδο, καθώς και καθήκοντα τοπικού άρχοντα. Ο ko-re-te με βοηθό έναν po-ro-ko-re-te (περιέχει το πρόθεμα προ-) ηγείται ενός οικονομικού διαμερίσματος από τα 16 που είναι γνωστά στο βασίλειο της Πύλου σαν ένα είδος επάρχου (πρβλ. curator και procurator της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Τα κείμενα της Γραμμικής Β αναφέρουν πλήθος άλλων αξιωματούχων, των οποίων οι τίτλοι όμως δεν έχουν ερμηνευθεί ακόμα ικανοποιητικά.

Ο da-mo (δῆμος) είναι το οργανωμένο σώμα του λαού, η κοινότητα, που έχει στην ιδιοκτησία της το μεγαλύτερο μέρος της γης και την παραχωρεί κατά τεμάχια στον wa-na-ka, τον ra-wa-ke-ta και σε άλλους αξιωματούχους για τις υπηρεσίες που παρέχουν. Ο da-mo αποτελεί επίσης τη βάση για το σχηματισμό του πιθανόν στρατιωτικού σώματος που διοικεί ο ra-wa-ke-ta. Στην Πύλο υπάρχει και μια μοναδική αναφορά σε ένα συμβούλιο γερόντων, την ke-ro-si-ja (γερουσία).

Η υπόλοιπη κοινωνική ιεραρχία βασίζεται, όπως και αργότερα στην αρχαία Ελλάδα, στην αυστηρή διάκριση μεταξύ e-re-u-te-ro (ἐλεύθερος) και do-e-ro (δοῦλος). Οι τελευταίοι ήταν στην ιδιοκτησία ελεύθερων ιδιωτών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων (te-o-jo do-e-ro θεοῦ δοῦλος), μπορούσαν να μεταπωληθούν, και αναφέρονται με το όνομα του κυρίου τους, όχι με το δικό τους. Μπορούσαν όμως και οι ίδιοι να αναπτύξουν αυτόνομη οικονομική δραστηριότητα μισθώνοντας γη ή ασκώντας κάποια τέχνη, όπως η μεταλλουργία.

Για την εσωτερική ιεραρχία των ελευθέρων δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Η διαστρωμάτωσή τους συνάγεται από διαφορές στην ποσότητα ή το είδος του οπλισμού και στην έκταση γης που τους παραχωρείται από τον da-mo. Με το τελευταίο κριτήριο ξεχωρίζουν στην Πύλο λίγοι te-re-ta (τελεσταί) ως κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης με έδρα το θρησκευτικό κέντρο pa-ki-ja-ne στην περιφέρεια του βασιλείου. Ως κάτοχοι γης αναφέρονται επίσης βοσκοί και μελισσουργοί (me-ri-te-u). Οι ka-ma-e-u αντίθετα μισθώνουν γη της ιδιαίτερης κατηγορίας ka-ma και είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν εισφορές. Η έκταση ενός τεμαχίου γης μετριέται με τους σπόρους που απαιτούνται για τη σπορά του και οι σπόροι μετριούνται με δοχεία. Μονάδα μέτρησης της γης είναι συνεπώς ο αριθμός δοχείων με σπόρους.

Θρησκεία

Θεότητες στα μυκηναϊκά κείμενα

di-we

Δίας

e-ra

Ήρα

e-ma-a

Ερμής

a-re

Άρης

a-pe-ro2

Απόλλων

po-se-da-o-ne

Ποσειδών

di-wo-nu-so

Διόνυσος

a-ta-na-po-ti-ni-ja

Ποτνία Αθηνά

a-ti-mi-te

Άρτεμις

e-nu-wa-ri-jo

Ενυάλιος

pa-ja-wo-ne

Παιήων

e-ri-nu-we

Ερινύς

da-pu2-ri-to-jo po-ti-ni-ja

Λαβυρίνθου Ποτνία

si-to po-ti-ni-ja

Σίτου Ποτνία

e-re-u-ti-ja

Ειλείθυια

te-o-i

θεοί

Οι πηγές που διαθέτουμε για τη μυκηναϊκή θρησκεία είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα σε χώρους ιερών, οι εικονογραφικές μαρτυρίες στη μυκηναϊκή τέχνη και ιδιαίτερα στη σφραγιδογλυφία, και οι αναφορές των κειμένων της Γραμμικής Β σε θεότητες (βλ. διπλανό πίνακα), αφιερώματα και τελετουργίες. Οι πηγές αυτές δεν είναι χωρίς προβλήματα. Η αρχαιολογική ταύτιση ιερών χώρων και ευρημάτων (ειδωλίων, λατρευτικών σκευών), καθώς και η θρησκευτική ερμηνεία εικονογραφικών παραστάσεων εμπεριέχουν πάντοτε το στοιχείο της υποκειμενικότητας και της αβεβαιότητας, καθώς δεν υπάρχουν επιγραφές που να καθοδηγούν αυτές τις ερμηνείες. Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι οι λατρευτικές πρακτικές, τα ιερά σκεύη και σύμβολα και η θρησκευτική τέχνη των Μυκηναίων αναπτύχθηκε υπό την έντονη επίδραση του Μινωικού Πολιτισμού σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και στο επίπεδο της έκφρασης να είναι εξαιρετικά δύσκολη η διάκριση του καθαρά μυκηναϊκού από το μινωικό στοιχείο ήδη από την ΥΕ Ι περίοδο. Η διάκριση της μυκηναϊκής από τη μινωική θρησκεία είναι πράγματι ένα από τα πιο ακανθώδη προβλήματα της θρησκειολογικής έρευνας του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.

Τέλος, τα κείμενα της Γραμμικής Β είναι διοικητικά-λογιστικά και όχι θρησκευτικά, μυθολογικά ή τελετουργικά και διασώζουν πληροφορίες για τέτοια θέματα μόνο στο βαθμό που άπτονται οικονομικών και διοικητικών θεμάτων. Έτσι, η μελέτη της μυκηναϊκής θρησκείας παραμένει αναγκαστικά στο πεδίο έρευνας της προϊστορικής αρχαιολογίας και ερευνάται ως πνευματικό δημιούργημα με βάση κυρίως υλικά κατάλοιπα, όσο κι αν αυτό ηχεί αντιφατικό. Η προσφυγή σε ελληνικά κείμενα της ιστορικής περιόδου για τη μελέτη της προϊστορικής θρησκείας κυριάρχησε στα πρώιμα στάδια της μελέτης του μυκηναϊκού παρελθόντος, σήμερα όμως θεωρείται εν πολλοίς αναχρονιστική. Ωστόσο πολλά στοιχεία της ιστορικής ελληνικής θρησκείας εντοπίζονται με βάση τις παραπάνω πηγές και στο Μυκηναϊκό Πολιτισμό, σε βαθμό που να μπορούμε να μιλάμε για συνέχεια της θρησκείας από τα προϊστορικά χρόνια. Οι περισσότερες ελληνικές θεότητες μαρτυρούνται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα (βλ. το διπλανό πίνακα, όπου οι μυκηναϊκοί τύποι αναγράφονται συνήθως στη δοτική, όπως αναφέρονται στις πινακίδες).

Ζωοθυσίες και συμπόσια

Η θυσία ζώων και η ακόλουθη τελετουργική κατανάλωση του κρέατος των σφαγίων (sa-pa-ke-te-ri-ja) είναι δύο σημαντικά λατρευτικά έθιμα στο μυκηναϊκό κόσμο. Στη Σειρά Wu των αρχείων της Θήβας και στην πινακίδα Un 138 από το μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου είναι καταχωρισμένες οι εισφορές ζώων και άλλων τροφίμων από νομικά και φυσικά πρόσωπα, που αρκούν για την τροφοδοσία μέχρι και 1000 ατόμων κάθε φορά στα πλαίσια θρησκευτικών συμποσίων που οργανώνονται από την κεντρική διόίκηση. Άλλα σκεύη, έπιπλα και σχετικός εξοπλισμός αναφέρονται στα αρχεία της Κνωσού και στη Σειρά Ta από την Πύλο. Στο ανάκτορο της Πύλου, που προφανώς χρησιμοποιήθηκε και για τη διοργάνωση πολυπληθών συμποσίων, βρέθηκαν 2854 κύλικες, το πιο διαδεδομένο αγγείο πόσεως κρασιού στη μυκηναϊκή περίοδο, μόνο στο Δωμάτιο 19. Άλλες βρέθηκαν διάσπαρτες στις αυλές του ανακτόρου. Στις μαρτυρίες αυτές προστίθεται η αποσπασματική Τοιχογραφία του Λυρωδού, που κοσμούσε τον τοίχο πίσω από το θρόνο στην κεντρική αίθουσα του μεγάρου της Πύλου. Εκεί διακρίνονται ένας ταύρος, μάλλον πάνω σε τράπεζα προσφορών έτοιμος για θυσία, άγνωστος αριθμός συμποσιαστών καθισμένων σε τραπέζια ανά δύο με υψωμένα χέρια (κρατώντας κύλικες;) και ένας μουσικός, που συνοδεύει με τη λύρα του την τελετή. Στην τοιχογραφία η τελετή φαίνεται να λαμβάνει χώρα στο ύπαιθρο, όμως και μέσα στο ίδιο δωμάτιο, δίπλα στο θρόνο, υπάρχουν αύλακες στο δάπεδο, που προφανώς χρησιμοποιούνταν για προσφορές υγρών στη θεότητα. Στον προθάλαμο του μεγάρου απεικονίζονταν λατρευτές να μεταφέρουν δώρα.

Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως ο ἄναξ κατείχε κεντρική θέση στη μυκηναϊκή λατρεία ως οργανωτής και ως αποδέκτης της. Αναφορές που τον εμφανίζουν να λαμβάνει προσφορές λαδιού ανάμεσα μαζί με άλλες θεότητες, οδηγούν πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι αναγνωριζόταν θεϊκή υπόσταση και στον ίδιο τον άνακτα, όπως πιθανότατα και στους ηγεμόνες των μινωικών ανακτόρων παλιότερα.

Το τέλος

Τα πρώτα σημάδια κρίσης στα ανακτορικά κέντρα εμφανίζονται με εκτεταμένες καταστροφές από σεισμό στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ1. Λίγο αργότερα καίγεται η ακρόπολη του Γλα και εγκαταλείπεται. Στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και την Αθήνα συνεχίζεται η ζωή, στις αρχές της ΥΕ ΙΙΙΒ2 όμως προστίθενται ολόκληρες πτέρυγες στους οχυρωματικούς περιβόλους για να διασφαλιστεί η πρόσβαση στις πηγές νερού από το εσωτερικό των ακροπόλεων. Εργασίες οχύρωσης καταγράφονται στη Μιδέα και στη Φυλακωπή της Μήλου την ίδια περίοδο, ενώ στις Μυκήνες και την Πύλο επεκτείνονται οι αποθηκευτικοί χώροι και οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις που γειτνιάζουν άμεσα με τα ανάκτορα. Όλα αυτά μοιάζουν με μέτρα ασφαλείας σε αναμονή κάποιας πολιορκίας. Επίσης κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ2 αρχίζει η ανάπτυξη τοπικών ιδιαιτεροτήτων στο μυκηναϊκό κόσμο και η διάσπαση της πολιτισμικής ομοιομορφίας της ανακτορικής περιόδου, προφανώς λόγω χειροτέρευσης της επικοινωνίας.

Στο πέρασμα από τον 12ο στον 11ου αι. Π.Κ.Χ. παρατηρείται ένα δεύτερο, ισχυρότερο κύμα καταστροφών, από το οποίο δεν θα συνέλθουν ποτέ τα μυκηναϊκά βασίλεια. Η Τίρυνθα, οι Μυκήνες και η Μιδέα καταστρέφονται από ισχυρό σεισμό, ενώ η Πύλος και η Θήβα καίγονται και σχεδόν εγκαταλείπονται. Εγκαταλείπονται επίσης οικισμοί στην Τσούγγιζα της Κορινθίας και στα Νιχώρια της Μεσσηνίας, αν και δεν φανερώνουν ίχνη καταστροφής. Ο πληθυσμός μειώνεται δραματικά κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ, η κατοίκηση όμως συνεχίζεται σε οχυρούς οικισμούς στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες, τη Μιδέα και την Ασίνη της Αργολίδας, την Αθήνα, την Αχαΐα, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Φωκίδα και τις Κυκλάδες. Ο διοικητικός μηχανισμός των ανακτόρων καταρρέει και η Γραμμική Β γραφή εγκαταλείπεται και ξεχνιέται.

Τρεις κυρίως εξηγήσεις έχουν προταθεί για την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων και τη συνακόλουθη παρακμή Μυκηναϊκού Πολιτισμού: η φυσική καταστροφή, η εξωτερική εισβολή και οι εσωτερικές διαμάχες. Φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές και ίσως κλιματικές αλλαγές) έχουν πιστοποιηθεί αρχαιολογικά, στο πρώτο κύμα τους όμως άντεξε το σύστημα και τα ανάκτορα ξαναχτίστηκαν. Η απειλή από εξωτερικούς εισβολείς μπορεί να είναι η αιτία για την ενίσχυση των οχυρώσεων, όμως ο υλικός πολιτισμός της ΥΕ ΙΙΙΓ δείχνει αδιάκοπη συνέχεια με την ανακτορική περίοδο πριν την καταστροφή. Ακόμα και αν επιτέθηκαν τελικά εξωτερικοί εισβολείς, δεν εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που έλεγχαν οι Μυκηναίοι. Ξίφη του ιδιαίτερου τύπου Naue II και χονδροειδής κεραμική κατασκευασμένη χωρίς τροχό, πολύ διαφορετική από τη μυκηναϊκή, έχουν συνδεθεί με πιθανούς εισβολείς. Και τα δύο όμως εμφανίζονται ήδη πριν από τις καταστροφές και όχι με την έλευση πληθυσμών που μπορεί να ευθύνονται για τις καταστροφές. Νέα ταφικά έθιμα (καύση νεκρών, κιβωτιόσχημοι τάφοι) εμφανίζονται με χρονική απόσταση από το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ, στην προχωρημένη ΥΕ ΙΙΙΓ. Ο μύθος της Καθόδου των Δωριέων, που έπλασαν οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας Π.Κ.Χ. για να εξηγήσουν την καταγωγή τους, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί αρχαιολογικά.

Στα μέσα της ΥΕ ΙΙΙΓ σημειώνεται μια «αναγέννηση», που εκφράζεται κυρίως στη διακόσμηση αγγείων με εικονιστικές σκηνές. Το υπερπόντιο εμπόριο εξακολουθεί και τώρα μάλιστα στρέφεται και προς τα δυτικά, στην Ιταλία. Τελευταίες έρευνες στην Τίρυνθα, τη Μιδέα και τη Νάξο δείχνουν πως στην ΥΕ ΙΙΙΓ υπήρξαν ακόμα και προσπάθειες να επισκευαστούν τα μέγαρα της ανακτορικής περιόδου και να ανασυγκροτηθούν οι δομές εξουσίας. Όμως οι προσπάθειες αυτές δεν απέτρεψαν το οριστικό τέλος με ένα τρίτο κύμα καταστροφών στα τέλη του 12ου αι. Π.Κ.Χ.

Η θεωρία της εσωτερικής κατάρρευσης του συστήματος λόγω διαμάχης ανάμεσα στα μυκηναϊκά βασίλεια ή στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις εξηγεί γιατί με τις καταστροφές παράκμασε κυρίως ο πολιτισμός των ηγετικών στρωμάτων της μυκηναϊκής κοινωνίας (ο αρχιτεκτονικός τύπος του μεγάρου, ο διοικητικός μηχανισμός, η γραφή, το εμπόριο με την Ανατολή, ανακτορικές τέχνες όπως η τοιχογραφία). Η ζωή σε χαμηλότερα επίπεδα συνεχίστηκε σχεδόν ανεπηρέαστη.

Το γενικό συμπέρασμα είναι πως όλες οι παραπάνω αιτίες ευθύνονται ως ένα βαθμό για την παρακμή του ανακτορικού μυκηναϊκού πολιτισμού, με διαφορετική βαρύτητα σε κάθε συγκεκριμένη περιοχή. Καμία από αυτές τις θεωρίες δεν μπορεί να εξηγήσει το τέλος από μόνη της ή να εφαρμοστεί σε ολόκληρο το μυκηναϊκό κόσμο.

Βιβλιογραφία

  • Σπ. Ιακωβίδης, Αι μυκηναϊκαί ακροπόλεις, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών: Αθήνα 1973
  • Κ. Δημακοπούλου (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε αιώνες πρώιμου ελληνικού πολιτισμού. 1600-1100 π.Χ., Αθήνα 1988
  • Ντ. Βασιλικού, Μυκηναϊκός πολιτισμός, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ.152, Αθήνα 1995
  • J. Chadwick, Ο μυκηναϊκός κόσμος, μετάφραση Κ. Ν. Πετρόπουλος, Gutenberg: Αθήνα 1999
  • O.T.P.K. Dickinson, Η προέλευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, μετάφραση Αθ. Παπαδόπουλος, Ινστιτούτο του Βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα: Αθήνα 1999
  • C. W. Shelmerdine, "Review of Aegean Prehistory VI: The Palatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland" και "Addendum: 1997-1999", στο T. Cullen (εκδ.), Aegean Prehistory. A Review, American Journal of Archaeology Supplement 1, Archaeological Institute of America: Boston 2001, σσ. 329-381
  • Η. Μανιατέας - Ι. Τεγόπουλος (εκδ.), Ιστορία των Ελλήνων Ι. Προϊστορικοί χρόνοι, Εκδόσεις «Δομή» Α.Ε.: Αθήνα χ.χ., σσ. 344-609