Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ

Η διαχρονικότητα της πίστης των Ελλήνων του Θανάση Κουκοβίστα,
περιοδικό "ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ" τεύχος 26

Σήμερα μιλάμε για τη θρησκεία μας, το χριστιανισμό, και τον θεωρούμε αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ζωής μας. Αυτό που δεν έχουμε ακόμα αγγίξει, είναι ποιον χριστιανισμό εννοούμε. Οι σχέσεις ελληνισμού και χριστιανισμού δεν ήταν ανέκαθεν σχέσεις αρμονικές, αλλά σχέσεις μίσους, κυρίως από την πλευρά των χριστιανών. Ο μητροπολίτης Πισιδίας κ. Μεθόδιος Φούγιας γράφει στο βιβλίο του «Η ελληνιστική ιουδαϊκή παράδοση», ότι ο χριστιανισμός είναι κληρονόμος του ιουδαϊσμού. Μαζύ όμως με τις θεολογικές παραδόσεις, τουλάχιστον οι πρώτοι χριστιανοί, κληρονόμησαν και το μίσος των Εβραίων εναντίον των Ελλήνων, όπως αυτό περιγράφεται στην Π. Διαθήκη. Ο προφήτης Ζαχαρίας (ολόκληρο το Θ΄ κεφάλαιο) απειλεί ότι θα εξεγείρει τους Εβραίους εναντίον μας, θα μας κατασφάξουν και θα μας τραβήξουν τα σπλάχνα ανάμεσα από τα δόντια. Ενώ ο Σοφονίας (Β΄, 5-6) ονειρεύεται ότι θα σφάξει όλους τους Κρητικούς και θα κάνει την Κρήτη μάντρα προβάτων.
Δεν χάνουν την ευκαιρία οι Εβραίοι να χύνουν την χολή τους εναντίον των Ελλήνων στο ιερό βιβλίο τους, που ποτέ δεν έζησαν ελεύθεροι, αλλά κάτω από ξένη κατοχή, με τελευταίο κατακτητή τους Σελευκίδες της Αντιόχειας. Την ίδια περίοδο (252 π. Χ.) έχουμε και τη συγγραφή της Π. Διαθήκης. Με τη συντριπτική πλειοψηφία προερχομένη εξ Εβραίων, οι πρώτοι χριστιανοί διατήρησαν ατόφιο το εβραϊκό μίσος εναντίον των Ελλήνων. Τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι περίοδος γεμάτη με αίμα. Στον φανατισμό τους οι χριστιανοί όχι μόνον γκρέμισαν τους αρχαίους ναούς, κατέστρεψαν τα μνημεία τέχνης και πνεύματος, αλλά κατέσφαξαν και τους Έλληνες. Τα ονόματα Ελλάς, Έλλην, ελληνισμός ήταν απαγορευμένα. Ενώ όλος ο ανθελληνισμός τους διατηρήθηκε στην νομοθεσία της αυτοκρατορίας καθ’ όλον τον βίον της. Στην τελευταία συλλογή νόμων, την «Εξάβιβλο» του Κ. Αρμενόπουλου (εκδόθηκε το 1350, δηλαδή 100χρόνια πριν την Άλωση), η μόνο ποινή που επιβάλλεται στους ελληνίζοντες, ήταν η θανατική. Και ελληνίζοντες δεν ήταν μόνον οι πιστοί της αρχαίας θρησκείας, αλλά και όσοι ησχολούντο με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Ο πρώτος πατριάρχης επί Τουρκοκρατίας, που είχε διοριστεί από τον Μωάμεθ Β΄, συμβούλευε τον διοικητή της Λακωνίας Ραούλ του Οισή: τους δυσεβείς και αλαζόνες Έλληνες να τους κτυπά κατακέφαλα, να τους στέλνει στα κάτεργα και να τους κόβει την γλώσσα και, εάν ακόμα συνεχίζουν να ελληνίζουν να τους στέλνει στο βυθό της θάλασσας. Ο ίδιος επισφράγισε την περίοδο του διωγμού του ελληνικού πνεύματος με το κάψιμο σε δημόσια τελετή στο πατριαρχείο το μοναδικό αντίτυπο των «Νόμων» του μεγάλου νεώτερου φιλοσόφου Γ. Γεμιστού-Πλήθωνος.

Οι ανυπότακτοι Έλληνες
Όπως λέει ο ποιητής Κ. Καβάφης στο ποίημά του «Ιωνικόν», επειδή σπάσαμε τ’ αγάλματά τους και διώξαμε τους θεούς από τους ναούς τους, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό. Βαθειά θρησκευόμενος και συντηρητικός ο ελληνικός λαός δεν αλλάζει τις πατροπαράδοτες συνήθειές του. Μπορεί ο Θεοδόσιος Α΄ να κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά έχουμε βεβαιωμένο κάποιο είδος αθλητικών αγώνων τον 6ον αιώνα στην Αντιόχεια. Απηγορεύθησαν οι θεατρικές παραστάσεις, αλλά δεν έπαψαν τα θεατρικά θεάματα. Ο πιο αψευδής μάρτυρας είναι οι κανόνες των συνόδων. Το 692 συνήλθε η λεγόμενη πενθέκτη οικουμενική σύνοδος επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού Β΄ (688-695 και 705-711). Ο ΚΔ΄ κανόνας της συνόδου απειλεί με καθαίρεση τους ιερείς και τους μοναχούς, που πηγαίνουν στον Ιππόδρομο ή ανέχονται τα θυμελικά (θεατρικά) παιχνίδια. Επίσης απειλεί με καθαίρεση τους ιερείς, που, μετά την θρησκευτική τελετή ενός γάμου, θα παρακαθίσουν στο κοσμικό γαμήλιο γλέντι.
Ο πιο αποκαλυπτικός όμως είναι ο ΞΒ΄ κανόνας, που ορίζει: «Τας ούτω λεγομένας Καλάνδας, και τα λεγόμενα Βοτά και τα καλούμενα Βρουμάλια, και την εν τη πρώτη του μηνός Μαρτίου ημέρα επιτελουμένην πανήγυριν, καθάπαξ εκ της των πιστών πολιτείας περιαιρεθήναι βουλόμεθα. Αλλά μην και τας των γυναικών δημοσίας ορχήσεις, ως ασέμνους, και πολλήν λύμην και βλάβην εμποιείν δυναμένας, έτι μην και τας ονόματι των παρ’ Έλλησι ψευδώς ονομασθέντων θεών ή εξ ανδρών, ή γυναικών γινομένας ορχήσεις, και τελετάς, κατά τι έθος παλαιόν, και αλλότριον του των χριστιανών βίου, αποπεμπόμεθα ορίζοντες, μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ενδεδύσκεσθαι, ή γυναίκα ανδράσιν αρμόδιον. Αλλά μήτε προσωπεία κωμικά, ή σατυρικά, ή τραγικά υποδύεσθαι∙ μήτε το του βδελυκτού Διονύσου όνομα, την σταφυλήν εκθλίβοντος εν τοις ληνοίς, επιβοάν∙ μηδέ τον οίνον εν τοις πίθοις επιχέοντας γέλωτα επικινείν, αγνοίας τρόπω, ή ματαιότητος, τα της δαιμονιώδους πλάνης ενεργούντας. Τους ουν από του νύν τι των προειρημένων επιτελείν εγχειρούντας, εν γνώσει τούτων καθισταμένους, τούτους, ει μεν κληρικοί είεν, καθαιρείσθαι προστάσσομεν∙ ει δε λαϊκοί αφορίζεσθαι».
Βλέπουμε στον παραπάνω κανόνα, πως, μετά από τρεις αιώνες περίπου της βίαιης επιβολής του χριστιανισμού σαν μόνης κι επίσημης κρατικής θρησκείας και την έκδοση του νόμου «ες έδαφος φέρειν» όλους τους αρχαίους ναούς και τα μνημεία τέχνης, οι Έλληνες γιόρταζαν τις αρχαίες θρησκευτικές γιορτές, πατούσαν τα σταφύλια κατά τον τρυγητό δοξολογώντας τον Διόνυσο και γιόρταζαν τα Διονύσια με μεταμφιέσεις, τραγούδια και πειράγματα. Αλλά και μεσούντος του 10ου αιώνα, όπως αναγνωρίζει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (913-919 και 944-959) στο βιβλίο του «Περί Θεμάτων», ότι στη Λακωνία υπήρχαν ακόμη πιστοί στο δωδεκάθεο. Για το λόγο αυτό στάλθηκε στην περιοχή μερικά χρόνια αργότερα ο Νίκων «ο Μετανοείτε», για να εξαλείψει και τους τελευταίους εθνικούς. Παρά την ανακήρυξή του σε άγιο και προστάτη της πόλης της Σπάρτης, υπήρξε βίαιος και με τα ίδια του τα χέρια τον Αντίοχο, έφορο των Εθνικών Γαιών, γιατί παραχωρούσε γή για καλλιέργεια στους εναπομείναντες πιστούς της παλαιάς θρησκείας. Αλλά ούτε ο Νίκων τους εξαφάνισε. Μερικούς αιώνες μετά η Σπάρτη έγινε επίκεντρο του αγώνα αναβίωσης της αρχαίας θρησκείας και της φιλοσοφίας κάτω από την σοφή καθοδήγηση του Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνος. Η αλήθεια είναι ότι η εδαφική μορφολογία του ελληνικού χώρου ευνοεί την ύπαρξη ανεξαρτήτων θηλάκων μακρυά από τις αποφάσεις των διοικητικών κέντρων. Εκεί η αρχαία θρησκεία και οι αρχαίες παραδόσεις παρέμειναν ζωντανές.
Όμως και οι Έλληνες των πόλεων ανέστειλαν, αλλά δεν εγκατέλειψαν την παλαιά τους πίστη. Εν πολλοίς η τότε κατάσταση θυμίζει έντονα τους εναπομείναντες στην Τουρκία χριστιανούς, που κατ’ όνομα ακολουθούν την ισλαμική θρησκεία και φυλάσσουν στα μπαούλα τους τα χριστιανικά θυμητάρια∙ ή τους Έλληνες της Βορείας Ηπείρου, που μετά τις ελληνικές νίκες και την προέλαση του στρατού μας το 1940, έβγαλαν από τα συρτάρια τους τις ελληνικές σημαίες και τις κρέμασαν στα μπαλκόνια τους, για να υποδεχθούν τους νικητές. Έτσι περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία οι Έλληνες, για να επαναφέρουν τις αρχαίες παραδόσεις τους.

Οι Έλληνες κι ο χριστιανισμός κατά την Τουρκοκρατία
Η ευκαιρία για την ανόρθωση του ελληνισμού δόθηκε κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Σ’ αυτό συνέτειναν δύο κυρίως αιτίες. Παρά τα προνόμια και την κοσμική εξουσία, που παραχωρήθηκαν από τους σουλτάνους στους πατριάρχες, η αλήθεια είναι ότι η εξουσία των πατριαρχών περιορίστηκε, αφού πλέον οι τελικές αποφάσεις ανήκαν στον σουλτάνο. Από την άλλη η καταφυγή πνευματικών προσωπικοτήτων στη Δύση, που είχε ξεκινήσει από τον 12ον αιώνα και εντάθηκε μετά την Άλωση, δημιούργησε ένα φιλελληνικό ρεύμα. Ο Βησσαρίων, ο Ιανός Λάσκαρις και πολλοί ακόμη φωτισμένοι άνδρες υπεδαύλισαν την φιλελληνική φωτιά. Για πρώτη φορά τα ονόματα Ελλάς και Έλλην έπαψαν ν’ αντιπετωπίζονται σαν σχισματικά.
Η δόξα της αρχαίας Ελλάδας και ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων φώτισαν και πάλι τον κόσμο και τέθηκε για πρώτη φορά η ανάγκη να αποκατασταθεί ένα νέο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Το ότι άργησε κατά τέσσερεις αιώνες η δημιουργία του, κι αυτή κολοβή, οφείλεται κυρίως στα αντιμαχόμενα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Τα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, χαρακτηρίζονται από την πλημμυρίδα εκδόσεων έργων των αρχαίων Ελλήνων σοφών. Η ανακάλυψη των κινητών στοιχείων από τον Γουτεμβέργιο έδωσε μεγάλη ώθηση στις εκδόσεις των βιβλίων. Στο περίφημο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία η μία έκδοση διεδέχετο την άλλη. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είχε φθάσει η στιγμή ν’ αναγεννηθεί η αρχαία Ελλάδα. Πράγμα περίεργο όμως από πρώτη όψη, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχαμε πλήρη επικράτηση του χριστιανισμού στους Έλληνες. Αυτό που δεν είχαν κατωρθώσει οι Βυζαντινοί με τις διώξεις τους, έγινε εκουσίως τα μετέπειτα χρόνια ορίζοντας έτσι τα ιδεολογικά όρια του νέου ελληνισμού. Δύο είναι οι κύριες αιτίες του φαινομένου αυτού. Απέναντι στους μουσουλμάνους Τούρκους οι Έλληνες όρθωσαν την δική τους θρησκεία σαν διαχωριστικό στοιχείο με τον κατακτητή. Από την άλλη η αρχαία θρησκεία φάνταζε μακρυνό όραμα και ξένη προς την κοινωνία, όπως είχε διαμορφωθεί. Τα φαινόμενα των δωδεκαθεϊστών, όπως αυτό του Πλήθωνος και των μαθητών του στη Σπάρτη, ήταν περιορισμένα. Έτσι οι Έλληνες απέναντι στον Αλλάχ αντέταξαν τον Χριστό. Αυτό όμως ήταν ένα κίνημα καθαρά λαϊκό. Δυστυχώς η επίσημη εκκλησία, πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, παρέμεινε στα εξ Εβραίων προερχόμενα δόγματα. Οι πράξεις αντίστασης απέναντι στον Τούρκο κατακτητή έλαβαν και μορφή αντίστασης εναντίον της πατριαρχικής εξουσίας, που έφερε και καθαρά κοσμική εξουσία.
Με βάση τις θεοκρατικές αντιλήψεις των Τούρκων ο κοσμικός άρχοντας ήταν και θρησκευτικός, δηλαδή ο σουλτάνος ήταν και αρχηγός της τουρκικής θρησκείας. Έτσι βοηθούς τους στην άσκηση της εξουσίας του ο σουλτάνος όρισε τους θρησκευτικούς άρχοντες των κατακτημένων λαών και κοσμικούς. Δηαλαδή ο πατριάρχης των Αρμενίων έγινε και πολιτικός αρχηγός τους. Ο αρχιραββίνος έγινε πολιτικός αρχηγός των Εβραίων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο πατριάρχης όλων των ορθοδόξων ακόμα και αλλοεθνών προς τους Έλληνες.

Η διάσταση λαϊκής πίστης και δόγματος
Όμως οι Έλληνες δεν ήταν πρόθυμοι ν’ αποχωριστούν τις αρχαίες αυνήθειες τους. Πολλές φορές έχουμε παρακολουθήσει στην τηλεόραση τοπικούς παράγοντες να δηλώνουν για διάφορες πανηγυρικές λαϊκές γιορτές ότι είναι έθιμα που γεννήθηκαν κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Αν εξαιρέσουμε τα έθιμα που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, όπως είναι η αντιμετώπιση των πειρατών, τα περισσότερα έθιμα ήταν αρχαιοελληνικά και κυνηγημένα κατά την βυζαντινή περίοδο, που αναβίωσαν στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς. Το πανέμορφο και σπάνιας αισθητικής αξίας Δημοτικό Τραγούδι στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας συνέχισε την παράδοση της τραγικής ποίησης, ιδιαίτερα οι «Παραλογές». Μαζύ με τους σύγχρονους ήρωες οι κλέφτες στα λημέρια τους και τα τσοπανόπουλα ύμνησαν και πάλι τον έρωτα και τις χαρές της ζωής, ενώ κύριο χαρακτηριστικό των Δημοτικών Τραγουδιών είναι η απουσία στίχων θρησκευτικού περιεχομένου.
Οι αρχαίες «χόες», δηλαδή η προσφορά βρασμένων τροφών στους νεκρούς προγόνους, έγιναν τα χριστιανικά κόλυβα. Το έθιμο του τραπεζώματος των τοπικών κοινωνιών μέσα στα νεκροταφεία, δίπλα στους τάφους, που λέγεται ότι έφεραν από την πατρίδα τους οι Πόντιοι είναι πανάρχαιο. Το ίδιο πανάρχαια είναι και η πυροβασία των αναστενάρηδων κι ας κρατούν σήμερα τις εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου κι Ελένης. Πολλοί από εμάς έχουμε προλάβει το έθιμο να σφάζεται κόκορας στα θεμέλια νεοαναγειρόμενης οικίας με την ψαλμωδία ιερέως. Ακόμα και σήμερα κάθε καλοκαίρι στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου θυσιάζεται ταύρος, που προηγουμένως στολισμένο τον έχουν περιάγει οι κάτοικοι στους δρόμους του χωριού συνοδεία των ντόπιων μουσικών, με τις ευλογίες του ιερέως.
Το ιουδαιογενές Πάσχα έγινε Πάσχα των Ελλήνων και συνδέθηκε με την ανάσταση του γένους και κύρια έκφρασή του έγινε το κάψιμο του Ιούδα. Οι αποκριάτικες γιορτές, τα αρχαία Διονύσια, ξαναζωντάνεψαν και μέχρι σήμερα στον Τύρναβο γλεντούν στο ελευθεριώτατο «Μπουρανί», κρατώντας στο ένα χέρι τον φαλλό και στο άλλο το σταυρό. Οι αμόρφωτοι κλέφτες πάνω στα βουνά αναβίωσαν τους αθλητικούς αγώνες. Το πάλεμα, το πέταγμα του λιθαριού, το τρέξιμο και η σκοποβολή ξαναγεννήθηκαν τότε. Όλ’ αυτά ήταν απαγορευμένα με την απειλή της θανατικής ποινής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αναβίωση των αρχαίων εθίμων γρήγορα έλαβε και μορφή αντίστασης προς την πατριαρχική εξουσία, που έμενε προσηλωμένη στις ιουδαιογενείς παραδόσεις του χριστιανισμού και συντάσσοταν με την εξουσία του σουλτάνου. Ο ιστορικός του 19ου αιώνα Κ. Κούμας έγραψε ότι ο πατριάρχης είχε δύο πρώτιστα καθήκοντα: να κρατά απαρασάλευτη την πίστη των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου και ν’ αποτρέπει κάθε επαναστατικό κίνημα.
Για το λόγο αυτό εκδόθηκε λίγο πριν απο την Επανάσταση του ’21 από το πατριαρχικό τυπογραφείο η «Πατρική Διδασκαλία», που καλούσε τους Έλληνες να μην επαναστατούν εναντίον του σουλτάνου, γιατί η εξουσία του είναι θεόσταλτη και αμαρτάνουν ενώπιον του Θεού και θα τύχουν θείας τιμωρίας για το αμάρτημά τους. Αυτά και πολλά ακόμα οδήγησαν τον ελληνικό λαό να κηρύξει το 1833 το αυτοκέφαλο της ελληνικής εκκλησίας, που δυστυχώς δεν ήταν τολμηρό και οι πολιτικοί ενήργησαν γι’ άλλη μια φορά πέρα από τις λαϊκές επιθυμίες και τα λαϊκά οράματα.

Ο πρώτος που διετύπωσε την διάσταση λαϊκής και δογματικής πίστης ήταν ο σπουδαίος πανεπιστημιακός δάσκαλος Στίλπων Κυριακίδης, που έγραψε: «Ούτως η λαϊκή ελληνική χριστιανική πίστις είναι εν πολλοίς ουσιωδώς διάφορος της χριστιανικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκτός δε του κύκλου της χριστιανικής θρησκείας διέσωσεν ο ελληνικός λαός ου μόνον τηυν πίστιν εις διαφόρους δαίμοναςαλλά και πολυάριθμα εθνικά λατρευτικά στοιχεία. Είναι δε αξιοσημείωτον το γεγονός, ότι εν πολλοίς οι δύο πίστεις υφίστανται εν τη ψυχή του λαού εκ παραλλήλου, χωρίς ούτος να αισθάνεται την αντίφασιν και να πολυπραγμονή δι’ αυτήν» ( από το έργο του «Γλώσσα και λαϊκός Πολιτισμός των Νεωτέρων Ελλήνων»). Την αντίφαση αυτή είχε επισημάνει κι ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς καλούσε στην ποιητική συλλογή του «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» με αγωνία:
«Αδέλφια μου, να πλάσουμε
νέα θρησκεία, ελάτε».

Δεν χρειαζόμαστε νέα θρησκεία. Ο ελληνικός λαός κατερράκωσε το πολυεθνικό κήρυγμα του χριστιανισμού, όπως το εξέφρασε ο Παύλος με το δεν υπάρχει Έλλην, Ιουδαίος και Σκύθης, ελεύθερος και δούλος. Μετέτρεψε τον χριστιανισμό σ’ εθνική θρησκεία και μέσα σ’ αυτή διετήρησε τις προαιώνιες συνήθειές του. Για το λόγο αυτό κι ο νεώτερος δάσκαλος του γένους Περικλής Γιαννόπουλος έλεγε: «Παπάς που βάζει την πίστη του πάνω από το Έθνος, ξουραφισθείτω!!!». Καιρός είναι ν’ ασπαστεί κι η επίσημη εκκλησία τη λαϊκή εθνική πίστη. Να αποστεί των εβραϊκών ανθελληνικών κηρυγμάτων της Π. Διαθήκης.
Να πάψει να μνημονεύει για προπάτορές μας τον Αβραάμ και τον Ιακώβ. Είμαστε απόγονοι του Θαλή, του Ηράκλειτου, του δημόκριτου, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Τιμούμε τους εθνικούς ήρωές μας: τον Μιλτιάδη, τον Θεμιστοκλή, τον Λεωνίδα, τον Μεγαλέξανδρο, που η φυλλάδα του νανούριζε τα ελληνόπουλα την εποχή της Τουρκοκρατίας και γέννησε τον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη και τον Κολοκοτρώνη. Ας μνημονεύει αυτούς τους προπάτορές μας κι όχι τον μισέλληνα Ζαχαρία, που τιμά την μνήμη του στις 8 Φεβρουαρίου. Να πάψουν οι ιερείς μας να ψάλλουν την Κυριακή της Ορθοδοξίας, που τιμάται η αναστήλωση των εικόνων, τους δέκα αφορισμού εναντίον του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Στον καιρό, που τα έθνη δέχονται την ολομέτωπη επίθεση του διεθνισμού με την παγκοσμιοποίηση, έχουμε σαν Έλληνες μεγαλύτερη ανάγκη από μια εθνική χριστιανική εκκλησία. Είναι κρίμα από άμβωνος ο νύν αρχιεπίσκοπος να κηρύττει ότι, εάν κινδυνέψουν η πίστη του και το Έθνος, θα υπερασπιστεί πρώτα την πίστη του. Στους καιρούς που ζούμε, αν δεν υπάρξει Έθνος, δεν θα υπάρξει και πίστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: