Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
















Αρχαία Ελλάδα είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ελληνόφωνο κόσμο κατά την περίοδο της Αρχαιότητας. Αναφέρεται όχι μόνο στο έδαφος του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά και σε εκείνες τις περιοχές που εγκαταστάθηκαν στους αρχαίους χρόνους ελληνόφωνοι πληθυσμοί, όπως η Κύπρος, η Ιωνία (σημερινά δυτικά παράλια της Τουρκίας), η Σικελία και η νότια Ιταλία (γνωστή ως Μεγάλη Ελλάδα), και των διεσπαρμένων ελληνικών εγκαταστάσεων στις ακτές όλης της Μεσογείου.

Η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας εκτείνεται σε μία περίοδο χιλιετιών. Από τις περιόδους στις οποιες χωρίζεται, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η αρχαϊκή και η κλασική.

Είναι γενικά παραδεκτό ότι η αρχαία Ελλάδα αποτελεί το θεμέλιο λίθο του δυτικού πολιτισμούαρχαίος ελληνικός πολιτισμός επηρέασε βαθιά τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που διέδωσε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό σε πολλές περιοχές της επικράτειάς της. Ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων άσκησε σημαντική επίδραση στη γλώσσα, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες, ιδίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη και κατά τις κλασικιστικές περιόδους το 18ο και 19ο αιώνα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.


Χωρισμός περιόδων της ελληνικής ιστορίας

Η περίοδος από το 1600 έως το 1100 π.Χ., η Ύστερη εποχή του Χαλκού, ονομάζεται Μυκηναϊκή Περίοδος. Η περίοδος από περίπου το 1100 π.Χ. έως περίπου το 800 π.Χ. ονομάζεται Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή, για την οποία διαθέτουμε πλέον τις ανάλογες αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά και ενδιαφέρουσες θεωρίες σημαντικών ιστοριογράφων της εποχής μας, που ενίοτε αντικροούουν τις κλασικές γνώσεις μας για τη ροή της ελληνικής ανάπτυξης. Από τον 8ο έως και τον 6ο π.Χ. αιώνα έχουμε την Αρχαϊκή Εποχή, η κλασική εποχή οριοθετείται με την έναρξη του 5ου π.Χ. αιώνα καιτο θάνατο του Αλεξάνδρου, (323 π.Χ.), οπότε ξεκινά και η ελληνιστική εποχή.

Πηγές για την αρχαία ελληνική ιστορία

Η τεκμηρίωση των ιστορικών γεγονότων που συνοδεύουν την ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, πέραν των φιλολογικών μαρτυριών ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, ή ρητόρων όπως ο Δημοσθένης και ο Ισοκράτης ή φιλοσόφων όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι εφικτή και μέσω της ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων. Επίσης,παρόλο που σε γενικές γραμμές η αρχαία ιστοριογραφία επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη της Αθήνας, σύγχρονοι ερευνητές έχουν δημοσιεύσει σωρεία μελετών για τις άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, παρέχοντάς μας πλέον μια σφαιρική εικόνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.

Η προέλευση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού



Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έως τώρα έρευνας, οι Έλληνες μετανάστευσαν στην ελληνική χερσόνησο σε αρκετά κύματα το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας, για να αναμιχθούν με τους τοπικούς προελληνικούς πληθυσμούς και να διαμορφώσουν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.Έτσι κατά το 8000 π.Χ. περίπου εγκαθίστανται στην Ελλάδα Πελασγοί από τη Μικρά Ασία παιρνώντας τον Ελλήσποντο , φέρνοντας για πρώτη φορά την γεωργική νεολιθική επανάσταση στον ευρωπαϊκό χώρο.Το 6000 π.Χ. περίπου μια δεύτερη ομάδα Μικρασιατικών λαών (Κάρες,Λέλεγες) αποικούν τα νησιά του Αιγαίου και τη νότια Ελλάδα. Η πολιτιστική ανάμειξη των δύο λαών δημιουργεί τον ονομαζόμενο Προελληνικό Πολιτισμό, εκπρόσωποι του οποίου είναι ο Κυκλαδιτικός και ο μεγάλος Μινωικός Πολιτισμός.

Ταυτόχρονα , πάντα κοντά στο 6000 π.Χ. λαοί από τη μέση κοιλάδα του Δούναβη (κοντά στο Βελιγράδι) κατεβαίνουν στο Τετραλίμνιο (Πρέσπες,Οχρίδα=Λιχνιδός και λίμνη Μάλικ στον Εορδαϊκό ποταμό (Devol)) και την Πελαγονία (ένα οροπέδιο που αρδεύεται από τον παραπόταμο του Αξιού Εριγόνα και δημιουργούν έναν αξιόλογο πολιτισμό (πολιτισμοί Starcevo και Malik III). Από τις αρχαιολογικές ενδείξεις φαίνεται ότι η κεραμική της περιοχής επηρέασε και επηρεάστηκε από τη Θεσσαλία και τη Νέα Νικομήδεια. Ένας από τους λόγους που επέτρεψαν στην περιοχή αυτή να αναπτύξει υψηλό πολιτισμό είναι το γεγονός ότι για περίπου 3000 χρόνια έμεινε σχετικά ανεπηρέαστη από τις μετακινήσεις και επιδρομές που παρουσιάστηκαν στις γύρω περιοχές των Βαλκανίων, όπως π.Χ. την κοιλάδα του Αξιού.

Λίγο μετά το 3000 π.Χ. περίπου τελικά δέχτηκε την εισβολή των πολεμοχαρών λαών Kurgan (Κουργκάν) που ξεκίνησαν από την νότιο Ρωσία (Kurgan στα ρωσικά σημαίνει τούμπα). Έτσι σε αυτήν την περιοχή δημιουργήθηκε ένα πολιτισμικό κράμα στο οποίο πολιτική εξουσία ασκούσαν οι αρχηγοί των λαών Kurgan και πολιτιστική εξουσία οι προϋπάρχοντες πληθυσμοί. Και οι δύο μερίδες λαών ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή ομάδα και το κράμα τους δημιούργησε τους πρώτους ελληνόφωνους λαούς (Πρωτοέλληνες). Ήδη κατά τέλη της τρίτης προ Χριστού χιλιετηρίδας αυτή η ομάδα είχε ήδη διαφοροποιηθεί διαλεκτικά και ελαφρώς στις ταφικές τους συνήθειες.Έτσι στα δυτικά της περιοχής, από τη λίμνη Malik ως τον Ιόνιο κόλπο στις ακτές της σημερινής νοτίου Αλβανίας βρσκόταν οι Ίωνες, τότε Ιάονες, τυπική βορειοηπειρωτική κατάληξη όπως Χάονες.Στο νοτιοκεντρικό μέρος άυτής της ελληνικής κοιτίδος βρισκόταν οι Αιολείς-Αχαιοί, ενώ στο βορειοανατολικό μέρος (Πελαγονία) βρισκόταν οι -αργότερα- Βορειοδυτικοί Έλληνες.Από αυτούς τους πρωτοέλληνες, οι Ίωνες που ήρθαν σε επαφή με τη θάλασσα ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό τη ναυσιπλοΐα και(γεγονός που τους χαρακτήριζε και στη συνέχεια) ονόμασαν τον κόλπο Ιόνιο και το πέλαγος Ιόνιο (Ιαόνιο),ενώ τα άλλα δύο φύλα στην ενδοχώρα έμειναν κυρίως νομαδικοί ποιμένες.

Την περίοδο 2000-1800 π.Χ. αρχίζει μια μαζική κάθοδος των ινδοευρωπαίων πρωτοελλήνων στην Έλλάδα.Πρώτοι οι Ίωνες μέσα από το Ιόνιο πέλαγος έκαναν επιδρομές και αποίκισαν τα επτάνησα (υπάρχουν χαρακτηριστικοί τάφοι στη Λευκάδα) ,τη δυτική Πελοπόννησο και μέσω του Ισθμού της Κορίνθου τις Αργολίδα,Αττική,Βοιωτία και αργότερα Εύβοια.Το ότι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ήταν Ίωνες τότε μας το μαρτυρεί μια μεμονωμένη έκφραση της Οδύσσειας (Ίασων Άργος) και το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Πύλου ήταν Ίωνες που διώχθηκαν από τους Δωριείς και μετανάστευσαν στην Αττική μαζί με τους άλλους Ίωνες ,ενώ ο Ηρόδοτος (1.145) μας μαρτυρεί ότι οι δώδεκα πόλεις των Ιώνων στην Μικρά Ασία ήταν κατά αναλογία των δώδεκα πόλεών τους στην Πελοπόννησο.Λίγο μετά τους Ίωνες ξεκίνησαν την κάθοδο χερσαία οι Αχαιοί-Αιολείς μέσω Πίνδου και των περασμάτων της μέσης κοιλάδας του Αλιάκμονα. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία και πιο κάτω σε Στερεά Ελλάδα και ηπειρωτική Πελοπόννησο.Τελευταίοι οι Βορειοδυτικοί Έλληνες κάλυψαν το κενό που άφησαν οι Ίωνες και οι Αχαιοί-Αιολείς.

Η πληθυσμιακή και πολιτισμική ανάμειξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων και των προελλήνων οδήγησε στην γένεση του ελληνικού πολιτισμού.Οι περιοχές νοτίως της Θεσσαλίας δέχτηκαν την επικουρική επίδραση του ανεπτυγμένου Μινωικού πολιτισμού γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού , ενώ τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα που έμειναν άμοιροι της Μινωικής επικουρίας παρέμειναν νομάδες βοσκοί αιγοπροβάτων στα ορεινά.Στα τελευταία χρόνια της Μυκηναϊκής περιόδου , μετά τον Τρωικό πόλεμο έχουμε την κάθοδο των Φρυγών, ενός λαού που η κοιτίδα του είναι ο πολιτισμός Lausitz στα σύνορα Γερμανίας και Πολονίας.Ο λαός αυτός έφερε την σιδηροκρατία στα νότια Βαλκάνια και φρόντισε να εγκατασταθεί κατά μήκος της πανάρχαιας χερσαίας εμπορικής οδού που συνδέει την Αδριατική με το Αιγαίο και ταυτίζεται εν μέρει με τη Ρωμαϊκή Εγνατία (Δυρράχιο,Λιχνιδός,Λυγκηστίς,Εορδαία,Ημαθία,Χαλκιδική,Θράκη).Σαν Βρίγες τους βρίσκουμε στους νόστους να πολιορκούν τον Οδυσσέα και τους Θεσπρωτούς , σαν Θράκες-Βρύγες τους απαντούμε να επιτίθενται στο στρατό των Περσών αργότερα στη Χαλκιδική ,ενώ στην Ασία είναι πασίγνωστο το βασίλειο της Φρυγίας. Το κέντρο αυτού του λαού βρισκόταν στην περιοχή της Βεργίνας (Ημαθία ,κεντρική πεδιάδα Μακεδονίας) όπου συζούσαν ειρηνικά με τους ήδη εγκατεστημένους Βοττιείς που ήταν Μινωικοί Κρήτες άποικοι εγκατεστημένοι στην Κεντρική πεδιάδα από το 1400 π.Χ. περίπου.Το πρώιμο νεκροταφίο της Βεργίνας που εξετάστηκε από τον Μανόλη Ανδρόνικο δείχνει ότι οι Φρύγες βρισκόταν σε μέγιστη ακμή εκεί το 900 π.Χ και μετά το παρήκμασαν απότομα για λόγους που θα δούμε παρακάτω.Από τους Βοττιαίους Κρήτες υιοθέτησαν το σύμβολο των τριών διπλών πελεκών , ενώ το όνομα της Έδεσσας προέρχεται από τη Φρυγική λέξη βέδυ που σημαίνει νερό και αρχικά ωρισκόταν στην περιοχή της Βεργίνας.Αυτή η κάθοδος των Φρυγών πίεσε τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα και τα ανάγκασε να μεταναστεύσουν.Έτσι οι Δωριείς και οι Επειοί από την Πίνδο βρέθηκαν στην Πελοπόννησο (κάθοδος των Δωριέων) , οι Θεσσαλοί από την Θεσπρωτία εγκαταστάθηκαν στην μέχρι τότε Αιολική Θεσσαλία που πριν ονομαζόταν Άργος Πελασγικόν ,διώχνοντας τους Βοιωτούς στην Βοιωτία. Ένα μεγάλο μέρος βορειοδυτικών ελληνικών φύλων εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Ηπείρου κα΄τω από τον Αωό ποταμό (Μολοσσοί,Χάονες),ενώ στην όλη αυτοί μετακίνηση οι Μακεδόνες σαν Μακέτες διώχθηκαν από την Μάκετα από τους Ορέστες και εγκαταστάθηκαν στην μέση κοιλάδα του Αλιάκμονα σαν Μακεδνοί.Από εκεί διώχθηκαν ακόμη μια φορά από "ξαδέλφια" τους,τα βορειοδυτικά φύλα των Ελιμειωτών και των Τυμφαίων (οι τελευταίοι προέρχονται από το όρος Τύμφη στο Μέτσοβο)και ωθήθηκαν στην ορεινή περιοχή των Πιερίων (Μακεδονικόν όρος κατά τον Ηρόδοτο ,(7.127))όπου ήρθαν σε επαφή με τους Αιολόφωνους Περραιβούς και Μάγνητες , καθώς και με τον Φρυγικό πολιτισμό της Βεργίνας-Έδεσσας.Η αρχική επεκτατική εστία των Μακεδόνων είναι η "Μακεδονίς Γη" του Ηρόδοτου (7.131) που Όλες αυτές οι μετακινήσεις είχαν σαν τελικό αποτέλεσμα τον Ά αποικισμό. Οι Αιολείς αποίκησαν τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και την Αιολία της Μικράς Ασίας και οι Ίωνες το κύριο μέρος των νησιών του Αιγαίου καιτην κλασική Ιωνία.Στην Πελοπόννησο η Αχαϊκή διάλεκτος παρέμεινε στα ορεινά της Αρκαδίας και την Αχαΐα.

Η επόμενη περίοδος (1000-700 π.Χ.) χαρακτηρίζεται από την μεγάλη Ιλλυρική επέκταση προς το νότο όπου εκδίωξαν τους Φρύγες από την Ευρώπη στην Ασία αφήνοντας μόνο μερικές εστίες (Βρυγία πάνω από την Πελαγονία και Θράκες-Βρίγες κοντά στον Στρυμόνα).Οι Ιλλυριοί Λιβούρνοι κυριάρχησαν στην Αδριατική και το Ιόνιο κατακτώντας την Κέρκυρα,ενώ Ιλλυρικές ταφικές συνήθειες έχουν βρεθεί μέχρι την Αμφίπολη,την Άλο της Θεσσαλίας κα ιτην Αχαΐα.Ευτυχώς για τους βόρειους Έλληνες , η Ιλλυρική παλίρροια τελείωσε αρκετά γρήγορα και άλλο τόσο γρήγορη ήταν η άμπωτη που τους ξαναώθησε προς τα βορειοδυτικά στην κλασική Ιλλυρία.Τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα ανέκτησαν μέρος των παλαιών τους εδαφών μέχρι την Πελαγονία και την Λιχνιδό λίμνη , ενώ στην κεντρική πεδιάδα της Μακεδονίας η χρόνια προστριβή Ιλλυριών και Θρακο-Κιμμερίων δημιούργησε ένα κενό εξουσίας που καλύφθηκε από τους Μακεδόνες και τους Παίονες.Οι Μακεδόνες μετά το 700 π.Χ. ξεκίνησαν την επεκτατική τους πορεία απ΄οτα Πιέρια όρη προσαρτώντας διαδοχικά τις περιοχές Πιερία,Ημαθία,Εορδαία,Μυγδονία κ.λ.π.Στην Βεργίνα διώξαν τον πληθυσμό της πρώτης Έδεσσας στην σημερινή Έδεσσα και εκεί ίδρυσαν την πρώτη τους πρωτεύουσα , τις Αιγές.Ταυτόχρονα με τον ΄Β Αποικισμό αποικήθηκε η Χαλκιδική ,η Μεθώνη και η Πύδνα από τους Χαλκιδείς και την Ερέτρια , ενώ η Μίλητος ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στη Θράκη,τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο πόντο.Η Κόρινθος εδραίωσε την ισχύ της στο Ιόνιο ίδρυσε τις εκεί αποικίες της (Κέρκυρα,Επίδαμνος,Απολλωνία κ.λ.π.).Αν σε αυτά προστεθεί και ο αποικισμός της Μεγάλης Ελλάδας (νότιος Ιταλία) και της Σικελίας μπορούμε να πούμε ότι κατά το 600π.Χ. η κατανομή του ελληνισμού στην Μεσόγειο έχει ολοκληρωθεί.

Η Γεωμετρική εποχή

Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. προβάλλοντας από τη Γεωμετρική Περίοδο η Ελλάδα μεταβάλλει τον πολιτισμό της από προφορικό σε γραπτό. Η χρήση ενός προσαρμοσμένου από τη φοινική γραφή αλφάβητου μας παρέχει τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες μιας ουσιαστικής μεταβολής για τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ η ανάπτυξη της μνημειακής γλυπτικής και της κεραμικής τον θεμελιώνει σε μια τεχνολογική και καλλιτεχνική βάση. Βέβαια, η ενοποιημένη άποψη που έχουμε σήμερα για τον ελληνικό πολιτισμό δε συνεπάγεται και την ανάλογη ενότητα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο εκείνα τα χρόνια. Εξαιτίας της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας η Ελλάδα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου ακολουθεί λίγο-πολύ τον τοπικισμό της μυκηναϊκής εποχής, διαιρεμένη σε μικρές ανεξάρτητες κοινότητες που χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο πόλις-κράτος.

Η Αρχαϊκή εποχή

Η οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου αλλά και οι ενδοκοινοτικές πολιτικές συγκρούσεις οδήγησαν ένα τμήμα του ηπειρωτικού και του νησιωτικού πληθυσμού σε ένα ρεύμα αποικισμών, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεταναστευτικού κύματος προς όλες τις περιοχές της Μεσογείου. Από το 750 π.Χ. έως το 550 π.Χ. οι Έλληνες δημιούργησαν αποικίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Προς την ανατολή αποίκισαν αρχικά τις ακτές του Αιγαίου στη Μικρά Ασία, κατόπιν την Κύπρο και τις ακτές της Θράκης, τον Βόσπορο και τις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, ως τη σημερινή Ουκρανία. Προς τη δύση οι Έλληνες αποίκισαν την Ιλλυρία (σημερινή Αλβανία), τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, την Κορσική και τις βόρειες μεσογειακές ακτές που καλύπτει η σύγχρονη Γαλλία και η Ισπανία, ως τις Ηράκλειες Στήλες. Ελληνικές αποικίες απαντώνται, επίσης, στην Αίγυπτο και τη Λιβύη. Πόλεις όπως η Συρακούσα, η Νάπολη, η Μασσαλία ή η Κωνσταντινούπολη προέκυψαν στην πραγματικότητα από τις ελληνικές αποικίες των Συρακουσών, Νεάπολης, ή του Βυζάντιου, αποικίας των Μεγαρέων.

Έως τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, η Ελλάδα έγινε το πολιτισμικό και γλωσσικό κέντρο μιας γεωγραφικής περιοχής πολύ μεγαλύτερης των φυσικών ορίων της. Αν και οι αποικίες δεν ελέγχονταν πολιτικά από τις μητροπόλεις τους, λόγω της απόστασης από αυτές, η διατήρηση των εμπορικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών δεσμών βοήθησε στη δημιουργία ενός ζωντανού ιστού αλληλεπίδρασης.

Η κλασική εποχή

Η κλασική περίοδος χαρακτηρίζεται έντονα από την ανάπτυξη της πόλης-κράτους, που είχε ήδη γίνει η βασική μονάδα κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης του ελληνικού κόσμου.

Περσικοί πόλεμοι

Καθώς στην Ιωνία οι ελληνικές πόλεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν μεγάλα κέντρα, όπως η Μίλητος και η Αλικαρνασσός, δε μπόρεσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους περιήλθαν υπό την κυριαρχία της περσικής αυτοκρατορίας προς τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα. Το 499 π.Χ. οι Έλληνες των ιωνικών πόλεων ξεκίνησαν την Ιωνική Επανάσταση και η Αθήνα μαζί με την Ερέτρια κινήθηκαν προς βοήθειά τους.

Το 490 π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς, Δαρείος Α', έχοντας καταστείλει την εξέγερση των ιωνικών πόλεων από το 494 π.Χ., έστειλε το στόλο του να τιμωρήσει τις δύο πόλεις. Ο περσικός στρατός κατέστρεψε την Ερέτρια και αποβιβάστηκε στην Αττική, αλλά στη μάχη του Μαραθώνα ηττήθηκε από τους Αθηναίους και άλλους υπό το στρατηγό Μιλτιάδη.

Δέκα χρόνια αργότερα, ο διάδοχος του Δαρείου, Ξέρξης Α', ηγήθηκε μίας πολύ ισχυρότερης ναυτικής και στρατιωτικης δύναμης εναντίον των Ελλήνων. Αφού καθυστερήθηκε από το βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης προέλασε στην Αττική και πυρπόλησε την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, όμως, είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους και μαζί με τους υπόλουπους Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας χάρη στην ιδιοφυία του Θεμιστοκλή. Την επόμενη χρονιά, οι Έλληνες υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη βασιλιά Παυσανία, νίκησαν τον περσικό στρατό στις Πλαταιές. Η δεύτερη ήττα των Περσών και ο θάνατος του στρατηγού τους Μαρδόνιου οδήγησαν στην οπισθοχώρησή του στην Ασία.

Η κατάληψη της Σηστού από τους Έλληνες την ίδια χρονιά θεωρείται το τέλος των περσικών πολέμων.

Η σημασία που είχε για τους Έλληνες η νίκη τους εναντίον των Περσών ήταν ζωτική. Απομάκρυνε τον κίνδυνο υποταγής και προκάλεσε και μια σειρά κοινωνικών αλλαγών στο εσωτερικό των πόλεων. Ακόμη, άνοιξε ο δρόμος ώστε οι Αθηναίοι να αναδειχθούν ως ηγετική πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη στον ελλαδικό χώρο, ιδρύοντας τη δηλιακή ή α΄αθηναϊκή συμμαχία.

Η αθηναϊκή ηγεμονία

Μετά τους Περσικούς πολέμους η πόλη της Αθήνας έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης στη θάλασσα και το εμπόριο, αν και σοβαρός ανταγωνιστής της παρέμεινε η Κόρινθος με τη γεωργική παραγωγή και τα φημισμένα κεραμεικά της εργαστήρια. Ηγετική φυσιογνωμία του χρυσού αιώνα όπως αποκαλείται για την αθηναϊκή ανάπτυξη και την κυριαρχία της στις άλλες πόλεις υπήρξε ο Περικλής, για τον οποίο πληροφορίες συλλέγουμε από τον Θουκυδίδη και τον Πλούταρχο. Είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τα χρήματα των συμμάχων του, προκειμένου να χτίσει τον Παρθενώνα άλλα λαμπρά μνημεία της κλασικής Αθήνας. Ως τα μέσα, καθοδηγούμενη από την απληστία της Αθήνας η συμμαχία της Δήλου μετατράπηκε ουσιαστικά σε αθηναϊκή αυτοκρατορία, γεγονός που επικυρώθηκε από τη μεταφορά του συμμαχικού θησαυρού από τη Δήλο στον Παρθενώνα το 454 π.Χ.

Όπως ήταν φυσικό ο πλούτος της Αθήνας προσέλκυσε χαρισματικούς ανθρώπους από όλη την Ελλάδα, παρόλη την αυστηρότητα του καθεστώτος των μετοίκων. Η ίδια η αθηναϊκή πολιτεία προώθησε τη γνώση και τις τέχνες. Έγινε το κέντρο της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και των τεχνών (βλ. θέατρο και γλυπτική). Ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα των τεχνών και των γραμμάτων έζησαν στην Αθήνα αυτής της περιόδου: ανάμεσά τους δραματικοί ποιητές όπως ο Αισχύλος, o Σοφοκλής, o Ευριπίδης και ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης, φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων και ο Σωκράτης, ιστοριογράφοι όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών, ποιητές όπως ο Σιμωνίδης και γλύπτες όπως ο Φειδίας. Η πόλη έγινε -σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Περικλή- "το σχολείο της Ελλάδας", (βλ. επίσης Εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα).

Οι άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη αποδέχθηκαν αρχικά την αθηναϊκή ηγεμονία στον διαρκή πόλεμο κατά των Περσών, αλλά σταδιακά η Αθήνα εξελίχθηκε σε ιμπεριαλιστική δύναμη. Μετά την ολοκληρωτική νίκη των Ελλήνων επί των Περσών, όμως, ορισμένες πολιτείες δυσανασχέτησαν και επεχείρησαν να αποσχισθούν από τη συμμαχία, με αποτέλεσμα την πλήρη και ωμή επίδειξη πολεμικής ισχύος από μέρους της Αθήνας, όπως τουλάχιστον την καταθέτει ο Θουκυδίδης στον περίφημο διάλογο των Μηλίων, μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο διάλογος, έτσι όπως κατατίθεται από τον ιστορικό, είναι επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού, σε ό,τι αφορά στην πολεμική ισχύ. Επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυροτέρου και η άποψη των Μηλίων πως η παράδοση είναι πράξη δειλίας, αντιμετωπίζεται περιφρονητικά από τους Αθηναίους (Θουκυδίδης 5.100). Αν οι Μήλιοι επιδείξουν σωφροσύνη -κλασική αρετή στην κοινωνία του 5ου π.Χ. αιώνα- τότε θα αναγνωρίσουν ότι δεν είναι αγών από του ίσου περί ανδραγαθίας και ότι η τιμωρία δεν είναι η αισχύνη (Θουκυδίδης 5.101). Το θέμα είναι η επιβίωση και εδώ οι ηθικοί φραγμοί δεν έχουν κανένα νόημα. Σύμφωνα με τη γλώσσα του αθηναίου ιστορικού, είναι δύσκολο να ανταγωνιστεί κανείς την φυσική πραγματικότητα –στην προκειμένη περίπτωση την πολεμική ισχύ των Αθηνών. Αυτό είναι το κομβικό σημείο με το οποίο ανοίγουν και κλείνουν οι Αθηναίοι το διάλογό τους με τους Μηλίους. Αντίθετα με τους Αθηναίους του Ηρόδοτου, που ποτέ δεν παραδίδονται στον Ξέρξη και αρνούνται να προδώσουν τους Έλληνες, οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη αποτιμούν ψυχρά την πολεμική ισχύ τους και φυσικά ακολουθούν τη λογική αυτής της αποτίμησης με τα ανάλογα αποτελέσματα ενός εμφύλιου σπαραγμού.

Πελοποννησιακός πόλεμος

Αλκιβιάδης
Αλκιβιάδης

Αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν στην πραγματικότητα ο δεύτερος πόλεμος μεταξύ των συνασπισμών της Αθήνας και της Σπάρτης. Η σύγκρουση μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης έχει τις ρίζες της στους περσικούς πολέμους του 5ου π.Χ. αιώνα. Μετά από την περσική εκστρατεία του Ξέρξη ενάντια στην Ελλάδα και την επακόλουθη απώθησή του το 479, οι Αθηναίοι ανέλαβαν την ηγεσία του πολέμου ενάντια στην Περσία στις ελληνικές ακτές της Μικράς Ασίας. Η συμμαχία της Δήλου, που σχηματίστηκε το 478, πήρε τη μορφή μιας αυτοκρατορίας, καθώς οι Αθηναίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την ωμή δύναμη, για να αποτρέψουν οποιονδήποτε από τους «συμμάχους» τους να αποσυρθεί από τη συμμαχία. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εγρήγορση της Σπάρτης και εν τέλει τη στρατιωτική επέβασή της ενάντια στις φιλοδοξίες των Αθηναίων για πανελλήνια κυριαρχία.

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διαιρείται παραδοσιακά σε τρεις φάσεις: τον Αρχιδάμειο πόλεμο (431-421 π.Χ.), την Ειρήνη του Νικία και τη Σικελική εκστρατεία (420-413 π.Χ.) και τον Ιωνικό πόλεμο (412-404). Τα πρώτα δέκα χρόνια του πολέμου πήραν το όνομα του σπαρτιάτη βασιλέα Αρχίδαμου Β΄, που ξεκίνησε τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα και του οποίου η προσεκτική πολιτική κυριάρχησε στην σπαρτιατική στρατηγική των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων.

Η σπαρτιατική στρατηγική σύμφωνα με τον Αρχίδαμο ήταν η συγκέντρωση των στρατευμάτων της συμμαχίας στον Ισθμό και η εισβολή στην αττική γη. Η στρατηγική των Αθηναίων, αντίθετα, προϊόν της ευφυΐας του Περικλή ήταν η απόσυρση των κατοίκων της υπαίθρου εντός των τειχών και η εκτεταμένη επιθετική παρουσία του αθηναϊκού στόλου στις ακτές της Πελοποννήσου (Ναύπακτος). Παρόλο που αυτή η στρατηγική απέδωσε καρπούς ο λοιμός που ξέσπασε στην Αθήνα αφάνισε περίπου το 1/4 των πολιτών, περιλαμβανομένου του Περικλή και των γιών του.

Μετά τον θάνατο του Περικλή οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν κατά προτροπή του δημαγωγού Κλέωνα, την πρότερη συντηρητική και αμυντική τακτική τους φέρνοντας τον πόλεμο κοντά στη Σπάρτη και τους συμμάχους της και χτίζοντας φρούρια σε σημαντικές για τον πόλεμο περιοχές. Ένα από τα σημαντικότερα βρισκόταν κοντά στην Πύλο, στο νησάκι της Σφακτηρίας. Εκεί οι Αθηναίοι όχι μόνο δέχονταν τους αποστάτες είλωτες της σπαρτιατικής συμμαχίας, αλλά εξωθούσαν τους είλωτες σε εξέγερση. Οι αποφασιστικές μάχες, τις οποίες κέρδισαν οι Αθηναίοι και ο άπειρος πολεμικά Κλέων, δόθηκαν στην Πύλο και τη Σφακτηρία. Οι Σπαρτιάτες υπό την καθοδήγηση του Βρασίδα στράφηκαν στην αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης, η οποία ήλεγχε τους πόρους του παρακείμενου ορυχείου αργύρου, πόρους με τους οποίους χρηματοδοτείτο οι αθηναϊκός στρατός. Στη μάχη της Αμφίπολης τόσο ο Κλέων όσο και ο Βρασίδας σκοτώθηκαν. Οι αντίπαλοι αντάλλαξαν αιχμαλώτους και υπέγραψαν ανακωχή.

Η ειρήνη του Νικία κράτησε έξι περίπου χρόνια, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψουν οι αψιμαχίες και οι τακτικοί ελιγμοί ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, όπως και οι εσωτερικές εντάσεις στην αθηναϊκή και τη σπαρτιατική συμμαχία. Καθ' ον χρόνο οι Σπαρτιάτες απείχαν από τη στρατιωτική δράση, ορισμένοι από τους συμμάχους τους άρχισαν να μιλούν για εξέγερση. Υποστηρικτής τους ήταν το Άργος, ισχυρή πολιτεία στην Πελοπόννησο. Οι Αργείοι, σύμμαχοι των Αθηναίων, κατόρθωσαν να σχηματίσουν μια ισχυρή συμμαχία κατά των Σπαρτιατών. Στη μάχη της Μαντίνειας το 418 π.Χ., Οι Λακεδαιμόνιοι με τους γείτονές τους Τεγεάτες, αντιμετώπισαν τον ενωμένο στρατό του Άργους, των Αθηνών και της Μαντίνειας της Αρκαδίας.Η συμμαχία είχε γίνει και με τις διπλωματικές κινήσεις του Αλκιβιάδη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο απ'ότι προσδοκούσε.Η Σπάρτη νίκησε, ισχυροποιήθηκε,σταθεροποίησε την κατάσταση στην Πελοπόννησο και κανένας στην Πελοποννησιακή Συμμαχία δεν αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία της μέχρι το τέλος του πολέμου.

Η φιλοδοξία του Αλκιβιάδη δεν περιορίστηκε μετά την μάχη της Μαντίνειας.Αντίθετα μάλιστα μεγάλωσε, αν κρίνουμε από το μεγαλεπίβολο σχέδιό του για ανάμειξη της Αθήνας στη Δύση και συγκεκριμένα στη Σικελία όπου η πόλη της Εγέστας ζήτησε τη βοήθεια της Αθήνας κατά των Συρακουσών.

Η άνοδος του μακεδονικού βασιλείου

Ο Φίλιππος Β΄ (359-336 πΧ) μετά από την νίκη του στην Χαιρώνεια επί των Θηβαίων και των Αθηναίων επιβάλλει την ηγεμονία του στον ελληνικό χώρο. Μετά την δολοφονία του τον διαδέχεται ο Μ. Αλέξανδρος ο οποίος το 334 πχ θα ξεκινήσει την μεγάλη προέλαση του στην Ασία καταλύοντας την Περσική Αυτοκρατορία ( νίκες επί των Περσών στον Γρανικό το 334 πχ ,στην Ισσό το 333 πχ, στα Γαυγάμηλα το 331 πχ , κατάληψη Σογδιανής και Βακτριανής το 329 πχ και εκστρατεία στην Ινδία το 326 πχ ) Το 323 πχ πεθαίνει από άγνωστα,σήμερα,αίτια στη Βαβυλώνα.

Ελληνιστικός κόσμος

Μετά από τον θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., οι κατακτήσεις του διαμοιράστηκαν μεταξύ των διαδόχων του. Από τις συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων, προέκυψαν τα τέσσερα ελληνιστικά βασίλεια: το πτολεμαϊκό στην Αίγυπτο, το βασίλειο των Ατταλιδών ή βασίλειο της Περγάμου, το βασίλειο των Σελευκιδών και το βασίλειο της Μακεδονίας το οποίο, από το 294 π.Χ. και εξής, διοικούσαν μέλη της δυναστείας των Αντιγονιδών. Ο τρίτος προχριστιανικός αιώνας είναι η εποχή της ακμής και της ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων, κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατεί σχετική σταθερότητα. Η σταθερότητα αυτή διαταράσσεται από το 200π.Χ. με την έναρξη του Β’ μακεδονικού πολέμου, ο οποίος εγκαινίασε την ανάμιξη και τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις της ανερχόμενης δύναμης της εποχής, της Ρώμης, στις διενέξεις των ελληνιστικών πόλεων και βασιλείων. Παρόλο που το μακεδονικό βασίλειο προσπάθησε να αποκρούσει τις ρωμαϊκές δυνάμεις, η ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ. και του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ. σήμαναν την κατάλυση του βασιλείου. Την ίδια μοίρα ακολούθησαν και τα υπόλοιπα κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία βρέθηκα ολόκλητη υπό ρωμαϊή κυριαρχία το 146 π.Χ.. Η επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην ελληνιστική Ανατολή ολοκληρώθηκε το 30 π.Χ. με την κατάλυση του τελευταίου εναπομείναντος ελληνιστικού βασιλείου, του πτολεμαϊκού..

Δεν υπάρχουν σχόλια: