Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

Οι επτά σοφοί της αρχαίας Ελλάδας

Επτά σοφοί

Οι επτά σοφοί της αρχαίας Ελλάδας ονομάζονταν οι:

Δεδομένου ότι αρκετοί συγγραφείς πρότειναν κατάλογο των επτά σοφών, δεν συμφωνούσαν σε όλους τους σοφούς. Οι τέσσεροι πρώτοι συμπεριλαμβάνονται στην επτάδα πάντα αλλά οι τρείς τελευταίοι συχνά αντικαθιστώνται με κάποιους από την παρακάτω λίστα:

1. ΟΙ ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ

Πριν αρχίση επιστημονικώς η φιλοσοφική έρευνα εις την αρχαίαν Ελλάδα, ανεφάνησαν εις διαφόρους πόλεις αυτής άνθρωποι προικισμένοι με έξοχον πνεύμα και πολλάς κοινωνικάς και πρακτικάς γνώσεις. Τους ανθρώπους τούτους ωνόμασαν σοφούς, αν και, ως λέγει ο μαθητής του Αριστοτέλους Δικαίαρχος,ούτε σοφοί ούτε φιλόσοφοι ήσαν, αλλά φρόνιμοι και νομοθέται. Εκ τούτων ανεδείχθησαν κυρίως επτά. Η φήμη των εξηπλώθη όχι μόνον εις όλην την Ελλάδα, αλλά και πέραν των ορίων αυτής, ταχέως δε επλάσθησαν περί αυτών διάφοροι παραδόσεις και θρύλοι.

Εκ των αρχαίων συγγραφέων πρώτος ο Πλάτων (Πρωταγ. 343a) αναφέρει τα ονόματα των Επτά τούτων Σοφών, είναι δε οι επόμενοι: Θαλής ο Μιλήσιος, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Βίας ο Πριηνεύς, Σόλων ο Αθηναίος, Κλεόβουλος ο Λίνδιος, Χίλων ο Λακεδαιμόνιος και Μύσων ο Χηνεύς· την θέσιν όμως του τελευταίου κατέλαβε βραδύτερον ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος. Τον αυτόν αριθμόν αναφέρουν και οι μετά τον Πλάτωνα συγγραφείς. Ο Αριστοτέλης και άλλοι τους ονομάζουν "Οι επτά σοφοί", ο Στράβων, ο Παυσανίας και άλλοι απλώς "Οι σοφοί", ο Διογένης Λαέρτιος "Οι επτά", οι δε Ρωμαίοι Septem Sapientes.

Είναι αληθές ότι υπό τινων συγγραφέων αναφέρονται περισσότεροι των επτά σοφοί, όπου όμως δεν γίνεται ακριβώς λόγος περί του αριθμού αυτών, εξάγεται αναμφιβόλως εκ των λεγομένων ότι και εκεί ο όμιλος αποτελείται από 7, οι δε λοιποί προβάλλονται απλώς προς εκλογήν. Ο κατάλογος λοιπόν του Πλάτωνος επεκράτησε, και αν ονόματα τίνα αντικαθίστανται δι' αλλων, ο αριθμός 7 μένει σταθερός.

Πότε ήκμασαν οι σοφοί ούτοι, είναι αδύνατον ακριβώς να καθορισθή· υποτίθεται περί το 600 π. Χ. Κατά τον Ηρόδοτον και τον Έφορον (Διόδ. 9,2) έζησαν επί Κροίσου. Το Ρωμαϊκόν Χρονικόν ορίζει ως εποχήν των την χρονικήν περίοδον μεταξύ της αρχής της βασιλείας του Κροίσου και της τυραννίδος του Πεισιστράτου. Δημήτριος ο Φαληρεύς αναφέρει ότι ήκμασαν επί άρχοντος Δαμασίου (Ολυμπ. 49, τ.έ. 582 π. Χ.). Επίσης οι Χριστιανοί χρονογράφοι αναφέρουν ως εποχήν των την 50. Ολυμπιάδα. Κατά τον Κικέρωνα οι Επτά Σοφοί ήσαν σύγχρονοι, κατά την παράδοσιν δε όχι μόνον σύγχρονοι ήσαν, αλλά και συνήρχοντο ενίοτε εις διάφορα μέρη διά να ανταλλάξουν τας γνώμας των. Τοιαύται συναντήσεις αναφέρονται τέσσαρες: μία εις Δελφούς, άλλη εις τας Σάρδεις κατά πρόσκλησιν του Κροίσου, τρίτη εις την Κόρινθον κατά πρόσκλησιν του Περιάνδρου και τετάρτη εις το Πανιώνιον της Μ. Ασίας πλησίον της Μιλήτου.

Επίσης ως συγχρόνους παριστάνει αυτούς και ο θρύλος του αγώνος περί σοφίας. Ο θρύλος ούτος, τον οποίον αναφέρουν ο Διόδωρος, ο Διογένης Λαέρτιος, ο Πλούταρχος και άλλοι, έχει ως εξής: Νεανίσκοι Ίωνες εκ Μιλήτου ηγόρασαν από αλιείς εκ της νήσου Κω την περιεχομένην εις τα δίκτυα αυτών άγραν· εκεί όμως εύρον και ένα χρυσούν τρίποδα. Ηγέρθη τότε έρις μεταξύ πωλητών και αγοραστών διότι οι μεν πρώτοι ισχυρίζοντο ότι επώλησαν μόνον τους ιχθύς, οι δε δεύτεροι ότι ηγόρασαν όλον το περιεχόμενον των δικτύων. Ένεκα της διαφοράς ταύτης περιήλθον εις πόλεμον οι Κώοι και οι Μιλήσιοι. Επί τέλους τα αντιμαχόμενα μέρη εζήτησαν την συμβουλήν του μαντείου των Δελφών, τούτο δε απήντησεν ότι έπρεπε να παύσουν τον πόλεμον και να δώσουν τον τρίποδα εις τον σοφώτατον των Ελλήνων. Ο χρησμός, τον οποίον αναφέρει ο Διόδωρος 9,3,2, ήτο :

Ἔκγονε Μιλήτου, τρίποδος πέρι Φοῖβον ἐρωτᾷς; τίς σοφίᾳ πρῶτος πάντων, τούτου τρίποδ' αὐδῶ. οὔποτε μὴ λήξῃ πόλεμος Μερόπων καὶ Ἰώνων, πρὶν τρίποδα χρύσειον, ὅν Ἥφαιστος κάμε τεύχων, ἐκ μέσσου πέμψητε, καὶ εἰς δόμον ἀνδρὸς ἵκηται, ὅς σοφίᾳ τὰ τ' ἐόντα τὰ τ' ἐσσόμενα προδέδορκεν.

Κατά τον χρησμόν λοιπόν τούτον ο χρυσούς τρίπους εδόθη εις τον Σόλωνα. Ούτος όμως δεν τον εδέχθη και τον έστειλεν εις τον Βίαντα. Αλλά και αυτός ενόμισεν ότι δεν ήτο άξιος της τιμής αυτής και τον έδωσεν εις άλλον σοφόν. Κανείς όμως από τους Επτά δεν ηθέλησε να παραδεχθή ότι ήτο σοφώτερος των άλλων, και ο τρίπους επεστράφη εις τον Σόλωνα. Τότε ούτος τον αφιέρωσεν εις τον Απόλλωνα.

Άλλως αναφέρεται ο θρύλος υπό του Λεάνδρου και του Καλλιμάχου κατά τον Διογένην Λαέρτιον.Κατ' αυτούς δηλαδή, το έπαθλον ήτο όχι χρυσούς τρίπους αλλά ποτήριον, το οποίον κάποιος Αρκάς, ο Βαθυκλής, κατέλιπεν ως κληρονομίαν εις τον σοφώτατον των Ελλήνων και τούτο περιήλθε διαδοχικώς εις χείρας και των Επτά Σοφών, καθώς και ο τρίπους, και τέλος εδόθη εις τον Διδυμαίον Απόλλωνα.

Εις έκαστον των Επτά Σοφών αποδίδονται και συγγράμματα. Ο Αναξιμένης, πιθανότατα ο ρήτωρ του 4. αιώνος, λέγει περί αυτών, ότι όλοι κατεγίνοντο εις την ποίησιν, "πάντας ἐπιθέσθαι ποιητικῇ". Ο Διογένης αναφέρει ότι ο Χίλων έγραψεν ελεγεία εις στίχους 200, ο Πιττακός ελεγεία εις στίχους 600 και ένα πεζόν έργον απευθυνόμενον προς τους συμπολίτας του "Περί νόμων", ο Βίας "Περί Ιωνίας" εις στίχους 2000, ο Κλεόβουλος άσματα και γρίφους εις στίχους 3000, ο Περίανδρος "Υποθήκας" εις στίχους 2000, ο Θαλής στίχους 200. Τας πληροφορίας αυτάς, καθώς ο ίδιος ομολογεί, έλαβεν ο Διογένης από τον Αργείον Λόβωνα, ο οποίος έγραψε περί ποιητών. Αλλ' οι ολοστρόγγυλοι αριθμοί 200, 600, 2000, 3000, κλπ. δεν παρέχουν υποψίας περί της ακριβείας των; Και διατί οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρουν τίποτε περί αυτών; Ευλόγως λοιπόν ο Hiller υποθέτει, ότι όλη αυτή η φιλολογία είναι νοθεύσεις και πλαστογραφίαι του Λόβωνος. Την γνώμην όμως περί της συγγραφικής ικανότητος των Επτά Σοφών ασπάζεται και ο Beloch,ο οποίος λέγει ότι, όπως ο Σόλων, έτσι και οι λοιποί ησχολήθησαν και με την λογοτεχνίαν, διότι άλλως δεν εξηγείται η πανελλήνιος φήμη των. Αλλά και το επιχείρημα τούτο δεν είναι ισχυρόν διότι οι Επτά Σοφοί εφημίσθησαν όχι διά τα συγγράμματα και την ποίησιν, αλλά διά την πρακτικήν αυτών σοφίαν και τα γνωμικά. Διά τούτο και αναφέρονται κυρίως ως "άνδρες πολιτικοί" (ίδε βίον Σόλωνος 3).


2. ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΣΟΦΩΝ

Οι Επτά Σοφοί είχον πραγματικώς μεγάλην πείραν και βαθείαν γνώσιν του βίου, τας γνώσεις δε αυτών μετέδιδον όχι με συγγράμματα, αλλά με λόγια ολίγα, βαθυστόχαστα και αξιομνημόνευτα, τα γνωμικά. Ο Πλάτων εις τον Πρωταγόραν του (343a5) ιδού πώς τους χαρακτηρίζει: "οὗτοι πάντες ζηλωταὶ καὶ ἐρασταὶ καὶ μαθηταὶ ἦσαν τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας͵ καὶ καταμάθοι ἄν τις αὐτῶν τὴν σοφίαν τοιαύτην οὖσαν͵ ῥήματα βραχέα ἀξιομνημόνευτα ἑκάστῳ εἰρημένα· οὗτοι καὶ κοινῇ συνελθόντες ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνέθεσαν τῷ Ἀπόλλωνι εἰς τὸν νεὼν τὸν ἐν Δελφοῖς͵ γράψαντες ταῦτα ἃ δὴ πάντες ὑμνοῦσιν͵ Γνῶθι σαυτόν καὶ Μηδὲν ἄγαν. τοῦ δὴ ἕνεκα ταῦτα λέγω; ὅτι οὗτος ὁ τρόπος ἦν τῶν παλαιῶν τῆς φιλοσοφίας͵ βραχυλογία τις Λακωνική".

Τα γνωμικά ταύτα (ή άλλως αποφθέγματα, υποθήκαι, γνώμαι, παραγγέλματα) παρεδόθησαν εις ημάς εκ διαφόρων πηγών. Ο Στοβαίος (Ανθολ. 3,79) αναφέρει μίαν συλλογήν υπό Δημητρίου του Φαληρέως Των επτά σοφών αποφθέγματα και άλλην του Σωσιάδου Των επτά σοφών υποθήκαι. Πλείστα γνωμικά ευρίσκονται επίσης εγκατεσπαρμένα εις τον Διογένην Λαέρτιον. Ο Boissonade εδημοσίευσεν εκ του Παρισινού κωδικός 1630 συλλογήν υπό τον τίτλον Γνώμαι των επτά σοφών. Ομοίως εκ του Παρισινού κώδικος 2720 εδημοσίευσε συλλογήν ο Wolfflin Των επτά σοφών αποφθέγματα. Εξ άλλων κωδίκων εδημοσίευσαν Των επτά σοφών παραγγέλματα ο Schulze και o Meineke (Stob. IV 296). Των επτά σοφών γνώμας είχε δημοσιεύσει το 1490 έκ τινος αρχαίου κώδικος και ο Aldus Manuthis εν Βενετία.

Τινά εκ των γνωμικών τούτων είχον ήδη ενωρίς εισέλθει εις την ελληνικήν φιλολογίαν. Το γνωμικόν π.χ. του Πιττακού, Χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι ήτο ήδη γνωστόν εις τον Σιμωνίδην. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι και προ του Δημητρίου του Φαληρέως είχε γίνει κάποια συλλογή των γνωμικών, αλλά περί τούτου δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις.

Ο Max Wundt αποφαίνεται ότι εις τα γνωμικά ταύτα, τα οποία είναι σκέψεις λαϊκής φιλοσοφίας συντόμως διατυπούμεναι, συνειργάσθησαν διάφοροι πολιτισμοί και διάφοροι εποχαί, διά να επιτευχθή το ακριβές. Προς τούτοις παρατηρεί ότι το περιεχόμενον των γνωμικών και η βραχυλογία αυτών δεν ανταποκρίνονται εις τον εύστροφον και ομιλητικόν χαρακτήρα των Ιώνων. Υποθέτει λοιπόν ότι ταύτα είναι προϊόν λαού γεωργικού και ολιγολόγου καί επλάσθησαν κατά τους χρόνους του αρχαιοτάτου γεωργικού πολιτισμού της ευρωπαϊκής Ελλάδος. Είναι αληθές ότι τα γνωμικά ταύτα έχουν κάποιαν ομοιότητα με τας γνώμας και συμβουλάς του Ησιόδου, αλλά πλείστα εξ αυτών αποδίδονται ασφαλώς εις Ίωνας σοφούς· επομένως η υπόθεσις του Wundt, ότι οι συντάξαντες τα γνωμικά ανήκουν εις λαόν γεωργικόν, δεν ημπορεί να στηριχθή. Άλλωστε είναι φυσικόν και εκ της βιοτικής ακόμη σοφίας ενός λαού ομιλητικού να περιεσώθησαν εκείνα μόνον τ' αποφθέγματα, όσα δια της λακωνικότητός των ενετυπώνοντο εις την μνήμην.

Μάλλον πιθανή είναι η γνώμη, κατά την οποίαν τα γνωμικά ή παραγγέλματα ταύτα διετυπώθησαν εις εποχήν, κατά την οποίαν εις πολλάς παραλίους και εμπορικάς πόλεις της Ελλάδος επήλθεν ένεκα της ευημερίας και του πλούτου έκλυσις ηθών, αι δε ηθικαί αρχαί έχασαν την ισχύν των. Τότε άνθρωποι έμπειροι και συνετοί ηθέλησαν να σταματήσουν το κακόν, παρέχοντες διά των γνωμικών συμβουλάς προς ορθήν διευθέτησιν του βίου και επάνοδον εις την αρχαίαν απλότητα. Οι Επτά λοιπόν Σοφοί ήσαν αντιπρόσωποι και πρόμαχοι της αρχαίας χρυσής εποχής και ως τοιούτους τους παριστάνει και ο Πλάτων εις τον Πρωταγόραν ως προδρόμους δηλαδή των σοφιστών και διδασκάλους του λαού.

3. ΕΠΙΔΡΑΣΙΣ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΣΟΦΩΝ

Διά την πολιτικήν δράσιν και σύνεσιν των ανδρών τούτων αφ' ενός και διά τα βαθυστόχαστα γνωμικά των αφ' ετέρου απεδόθη εις αυτούς υπό του λαού ο τιμητικός τίτλος του σοφού. Με την αίγλην δε του ονόματος τούτου εξήσκησαν εις πάσαν χώραν και κατά πάσαν εποχήν μεγάλην επίδρασιν. Κατ' αυτήν ήδη την Αρχαιότητα βασιλείς, ως ο Κροίσος και ο Άμασις, επεζήτουν την φιλίαν και γνωριμίαν των, και τύραννοι, ως ο Περίανδρος και ο Πεισίστρατος, επεδίωξαν να περιληφθούν εις τον όμιλόν των. Όχι δε μόνον άτομα, αλλά και πόλεις και έθνη ολόκληρα εφιλοδόξουν να κατατάξουν τους μεγάλους και εξόχους πολίτας των εις την χορείαν των Επτά Σοφών, διότι ενόμιζον τούτο τιμήν εξαιρετικήν. Εκ τούτου εξηγείται η πληθώρα των υποψηφίων διά τον τίτλον τούτον, μεταξύ των οποίων αναφέρονται και αυτά τα ονόματα του Μωϋσέως και του Ζωροάστρου. Αλλά και σχολαί φιλοσοφικαί εζήτουν να εύρουν σχέσιν και επαφήν με τους Επτά Σοφούς και τα παραγγέλματα των. Οι Σοφισταί εθεώρουν αυτούς ως προγόνους και συγγενείς των, οι Σκεπτικοί παρέλαβον γνωμικά τίνα αυτών ως σύμφωνα με την διδασκαλίαν των, οι Πυθαγόρειοι κατέταξαν μεταξύ των 7 καί τον Ορφέα και τον Επιμενίδην, οι Κυνικοί εδέχοντο ως ομόφρονα και πρώτον αρχηγόν της σχολής των τον Ανάχαρσιν, και αι ρητορικαί σχολαί δεν τους ηγνόησαν, ως μαρτυρεί Δίων ο Χρυσόστομος (37 σ. 102 κέ.R.) και άλλοι. Οι Ρωμαίοι τους αναφέρουν συχνά, και αυτοί δε οι Χριστιανοί, αν και διάκεινται εχθρικώς προς αυτούς, διότι τους θεωρούν αντιπροσώπους του ειδωλολατρικού πνεύματος, παραδέχονται πρόσωπά τινα ανήκοντα εις τον όμιλόν των ως κήρυκας χριστιανικών αληθειών. Επί μακρούς λοιπόν αιώνας οι Επτά Σοφοί, "επτάς η σοφωτάτη", ως τους αποκαλεί ο Τζέτζης, ως επτάφωτος αστερισμός εφώτισε και εξακολουθεί ακόμη να φωτίζη τον πνευματικόν της Ελλάδος ορίζοντα.


Θαλής

Θαλής ο Μιλήσιος
Θαλής ο Μιλήσιος

Ο Θαλής ο Μιλήσιος, (περ 630/635 π.Χ. - 543 π.Χ.), προσωκρατικός φιλόσοφος, που δραστηριοποιήθηκε στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. στη Μίλητο. Του αποδίδεται το έργο Ναυτική Αστρολογία, αλλά θεωρείται μάλλον αμφίβολο αν έγραψε ο ίδιος. Για την ανασύσταση της σκέψης του βασιζόμαστε αποκλειστικά σε μαρτυρίες. Η παράδοση κατατάσσει τον Θαλή μεταξύ των επτά σοφών και τον περιγράφει ως άνθρωπο με πλατιές γνώσεις και μεγάλη επινοητικότητα. Το σημαντικότερο είναι, ωστόσο, ότι μέσω της προβληματικής του για την αρχή του κόσμου ανήγαγε τα πολλαπλά φαινόμενα του κόσμου σε μία απρόσωπη, μοναδική ή ενιαία αρχή, γεγονός που τον κατατάσσει δίκαια στη χορεία των φιλοσόφων. Ο Θαλής είναι γνωστός και για την επιτυχημένη πρόβλεψη της ηλιακής έκλειψης του 585


Φυσική

Ο Θαλής ο Μιλήσιος ανακάλυψε τις τροπές (ηλιοστάσια), το ετερόφωτο της Σελήνης, καθώς και τον ηλεκτρισμό και τον μαγνητισμό, από τις ελκτικές ιδιότητες του ορυκτού μαγνητίτη και του ήλεκτρου (κεχριμπάρι).

Κοσμολογία

Στην κοσμολογία του φιλόσοφου σημαντικό ρόλο παίζει το νερό (ύδωρ). Του αποδίδονται δύο κοσμολογικές απόψεις:

  • Η Γη έχει τη μορφή ενός κυκλικού δίσκου που στηρίζεται στο νερό
  • Το νερό είναι η αρχή των πάντων

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στο (Περί Ουρανού Β 13) ήταν η αρχαιότερη θεωρία που είχε διατυπωθεί και είχε παραδοθεί από τον Θαλή. Τούτη η άποψη φέρει ίχνη των ομηρικών και των ησιόδειων κοσμολογικών αντιλήψεων, ιδιαίτερα της εικόνας του Ωκεανού ποταμού που περιβάλλει την Γη και είναι πηγή όλων των υδάτων. Η ιδέα, όμως ότι κάτω από τη γη υπάρχουν νερά, στρέφει το ενδιαφέρον της έρευνας προς την πλευρά της Βαβυλωνιακής και της Αιγυπτιακής μυθολογίας και υποδεικνύει ως ένα βαθμό μια άμεση επαφή του Θαλή με τις μυθολογίες της Εγγύς Ανατολής.

Είτε θεωρούσε ότι το νερό εκτός από κοσμογονική αρχή συμμετέχει στη σύσταση του κοσμου είτε όχι, το σημαντικό είναι ότι ο φιλόσοφος αφαιρεί από το νερό τη θεϊκή του ιδιότητα και το αναγνωρίζει μόνον ως φυσικό σώμα.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ευχαριστω παιδια με καλυψατε..ακριβως αυτα τα θεματα ζητουσε η καθηγητρια μου ευχαριστω...
χερετισματα απο κατερινη